τειχήρης: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />enfermé dans des murs, assiégé.<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], ἄρω.
|btext=ης, ες :<br />enfermé dans des murs, assiégé.<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], ἄρω.
}}
{{grml
|mltxt=-ήρες Α<br /><b>1.</b> κλεισμένος [[μέσα]] στα τείχη, πολιορκημένος (α. «τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδήου τὴν γῆν», <b>Θουκ.</b><br />β. «[[τειχήρης]] γάρ εἰμι καὶ πολιορκούμενος [[γράφω]]», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>2.</b> προστατευμένος με τείχη, τειχισμένος («τειχήρεις ὁρῶντες τοὺς Ἰλιέας», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[οχυρός]] («[[νῆσος]] [[τειχήρης]] τὴν φύσιν», Φιλόστρ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τειχήρης]] [[στέφανος]]» — ο [[τειχικός]] [[στέφανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ήρης]], <i>φρεν</i>-[[ήρης]])].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχήρης Medium diacritics: τειχήρης Low diacritics: τειχήρης Capitals: ΤΕΙΧΗΡΗΣ
Transliteration A: teichḗrēs Transliteration B: teichērēs Transliteration C: teichiris Beta Code: teixh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A within walls, enclosed by walls: hence,    1 beleaguered, besieged, τειχήρεας ποιῆσαί τινας Hdt.1.162, cf. Th.2.101, 4.25; τ. γίγνεσθαι And.3.21; τ. εἶναι X.HG5.3.2, Plb.21.10.6, etc.; τ. μένοντες καθήμεθα D.H.6.50.    2 walled, fortified, LXX Nu.13.20 (19), De.9.1, al., Str.13.1.7; τ. τὴν φύσιν firm by nature, Philostr. Her.10.7.    3 τ. στέφανος, = corona vallaris, BCH28.425 (Argos, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1081] ες, in den Mauern eingesperrt, darin belagert, Her. 1, 162, γίγνεσθαι, Andoc. 3, 21; τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδῄου τὴν γῆν, Thuc. 2, 101, wie 4, 25; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 2; τειχήρεις καταστήσαντες αὐτούς, Pol. 4, 55, 4; a. Sp.; – mit Mauern versehen, Philostr. imagg. 2, 17.

Greek (Liddell-Scott)

τειχήρης: -ες, ὁ περικεκλεισμένος ἐντὸς τειχῶν (πρβλ. πυργήρηςὅθεν, 1) ἐντὸς τῶν τειχῶν ἐγκεκλεισμένος, πολιορκούμενος, ὅκως τειχήρεας ποιήσειε,… χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα ἐπόρθεε Ἡρόδ. 1. 162· τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας Θουκ. 2. 101., 4. 25· τ. γίγνεσθαι Ἀνδοκ. 26. 9· τ. εἶναι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 2, Πολύβ., κλπ.· τ. ἔνδον καθῆσθαι Διον. Ἁλ. 6. 50. 2) περιτετειχισμένος, ὠχυρωμένος, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΓ΄, 20, Δευτ. Θ΄, 1, κ. ἀλλ.)· ἡ πρώτη (νῆσος) τειχήρης τὴν φύσιν, ὀχυρὰ ἐκ φύσεως, Φιλόστρ. 835. (Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε τριήρης).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
enfermé dans des murs, assiégé.
Étymologie: τεῖχος, ἄρω.

Greek Monolingual

-ήρες Α
1. κλεισμένος μέσα στα τείχη, πολιορκημένος (α. «τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδήου τὴν γῆν», Θουκ.
β. «τειχήρης γάρ εἰμι καὶ πολιορκούμενος γράφω», Συνέσ.)
2. προστατευμένος με τείχη, τειχισμένος («τειχήρεις ὁρῶντες τοὺς Ἰλιέας», Στράβ.)
3. μτφ. οχυρόςνῆσος τειχήρης τὴν φύσιν», Φιλόστρ.)
4. φρ. «τειχήρης στέφανος» — ο τειχικός στέφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -ήρης (Ι) (πρβλ. ποδ-ήρης, φρεν-ήρης)].