τερετίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=fredonner.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée.
|btext=fredonner.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />(για [[χελιδόνι]], [[αηδόνι]] ή [[τζιτζίκι]]) [[κελαηδώ]] με τερετισμό, [[τιτιβίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μουρμουρίζω]] ένα [[τραγούδι]], [[σιγοτραγουδώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραγουδώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιμούμαι]] τον τερετισμό χελιδονιού ή τζιτζικιού<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) [[συνοδεύω]] ένα [[τραγούδι]] φωνητικά<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λαλῶ»<br /><b>4.</b> [[σφυρίζω]] προκειμένου να εκφράσω την [[αποδοκιμασία]] μου για [[κάτι]] ή για κάποιον<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[φλυαρώ]], [[μωρολογώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[ονοματοποιία]], πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>τιριτίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[τέττιξ]]: [[τιτίζω]])].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερετίζω Medium diacritics: τερετίζω Low diacritics: τερετίζω Capitals: ΤΕΡΕΤΙΖΩ
Transliteration A: teretízō Transliteration B: teretizō Transliteration C: teretizo Beta Code: tereti/zw

English (LSJ)

   A hum a tune, τερετιῶ τι πτιστικόν Phryn.Com.14, cf. Teles p.7 H., Arist.Pr.918a30, Babr.9.4, Alciphr.3.55; πρὸς τὸ δίχορδον τ. Euphro 1.34; αὐτὸς αὑτῷ τ. Thphr.Char.27.15:—Pass., Phld. Mus.p.99 K.    2 tunitter, of swallows, Hsch.    3 accompany with the voice, = τὸ αὐτὸ μέλος ᾄδειν, Phot., Suid.    II talk idly, prattle, Zeno Stoic.1.23: cf. συντερ-. (Onomatop.)

German (Pape)

[Seite 1093] (onomatopoet.) zwitschern, zirpen; eigtl. von der Stimme der Schwalben u. der Cicaden, Zenod. bei Ammon.; Poll. 5, 89; dann auch vom Tone der Cithersaiten u. von der menschlichen Stimme, trillern u. präludiren, πρὸς τὸ διχορδον, Euphro com. bei Ath. IX, 380 (V. 34); Luc. merc. cond. 33.

Greek (Liddell-Scott)

τερετίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, μιμοῦμαι τὸν τερετισμὸν τέττιγος ἢ χελιδόνος, ᾄδω μετὰ τερετισμοῦ, τερετιῶ... πτιστικὸν Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Κωμασταῖς» 2, πρβλ. Τελέσ. παρὰ Στοβ. 69. 19, Ἀριστ. Προβλ. 19. 10, Βαβρ. 9. 4· πρὸς τὸ δίχορδον τ. Εὔφρων ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 34· αὐτὸς ἑαυτῷ τ. Θεοφρ. Χαρ. 29. Schneid. Ἴδε ἐν λ. πτιστικός, καὶ πρβλ. συντερετίζω. (Ὀνοματοπ.) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τερετίζοντα· λαλοῦντα· ἐκ μεταφορᾶς τῆς χελιδόνος».

French (Bailly abrégé)

fredonner.
Étymologie: DELG onomatopée.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(για χελιδόνι, αηδόνι ή τζιτζίκι) κελαηδώ με τερετισμό, τιτιβίζω
νεοελλ.
μουρμουρίζω ένα τραγούδι, σιγοτραγουδώ
μσν.
τραγουδώ
αρχ.
1. μιμούμαι τον τερετισμό χελιδονιού ή τζιτζικιού
2. (κατά τον Φώτ.) συνοδεύω ένα τραγούδι φωνητικά
3. (κατά τον Ησύχ.) «λαλῶ»
4. σφυρίζω προκειμένου να εκφράσω την αποδοκιμασία μου για κάτι ή για κάποιον
5. μτφ. φλυαρώ, μωρολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιία, πιθ. < τιριτίζω (πρβλ. τέττιξ: τιτίζω)].