τρίγλυφος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à trois pointes ; τὸ τρίγλυφον triglyphe, ornement des architraves d’ordre dorique <i>t. d’archit.</i><br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γλύφω]].
|btext=ος, ον :<br />à trois pointes ; τὸ τρίγλυφον triglyphe, ornement des architraves d’ordre dorique <i>t. d’archit.</i><br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γλύφω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίγλυφος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] γλυφές («αἰχμὴ [[τρίγλυφος]]» — η [[τρίαινα]], Οππ.)<br /><b>2.</b> (το θηλ., το ουδ. και σπαν. το αρσ. ως ουσ.) <i>η [[τρίγλυφος]], <i>το [[τρίγλυφο]](<i>ν</i>) και σπαν. νεοελλ. <i>ο [[τρίγλυφος]]<br />(στην αρχ. ελλ. αρχιτ.) [[στοιχείο]] του διακόσμου του δωρικού ρυθμού που βρίσκεται [[πάντα]] [[πάνω]] από τους κανόνες με τις σταγόνες και το οποίο αποτελείται από [[τρεις]] εξέχουσες κάθετες γλυφές που μιμούνται, σε λίθο, τα αρχικά ξύλινα [[άκρα]] τών δοκών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλυφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]] «[[λαξεύω]], [[σκαλίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ανά</i>-<i>γλυφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίγλῠφος Medium diacritics: τρίγλυφος Low diacritics: τρίγλυφος Capitals: ΤΡΙΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: tríglyphos Transliteration B: triglyphos Transliteration C: triglyfos Beta Code: tri/glufos

English (LSJ)

ον,

   A thrice-cloven, αἰχμὴ τ. the trident, Opp.H.5.377.    II as Subst., τρίγλυφος, ἡ, in Doric architecture, the triglyph, a three-grooved tablet placed at equal distances along the frieze; it seems orig. to have been the end of the beam (the spaces between being at first open and then called ὀπαί, afterwards filled up and called μετόπαι), παστάδων ὑπὲρ τέραμνα Δωρικάς τε τριγλύφους E.Or.1372 (lyr.); πασσαλεῦσαι κρᾶτα τριγλύφοις Id.Ba.1214; γεῖσα τριγλύφων (cj. Blomf. for γ' ἔσω) the cornice of (i. e. above) the triglyphs, Id.IT113; σὺν τῇ τ. IG22.1668.30; τριγλύφων γωνιηιᾶν SIG 247 ii61 (Delph., iv B. C.):—pl. τρίγλυφα, τά, Diph.61.2.

German (Pape)

[Seite 1141] dreimal geschlitzt, gespalten, αἰχμὴ τρίγλυφος, der Dreizack, Opp. Hal. 5, 377; – ἡ τρίγλυφος, der Dreischlitz über dem Architrav in der dorischen Säulenordnung, Eur. Or. 1374 I. T. 113; Arist. eth. Nicom. 10, 4, 12 auch τὸ τρίγλυφον.

Greek (Liddell-Scott)

τρίγλῠφος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς γλυφάς, εἰς τρία κεχωρισμένος, αἰχμὴ τρ., ἡ τρίαινα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 377. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τρίγλυφος, ἡ, ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ τοῦ Δωρικοῦ ῥυθμοῦ, μάρμαρον ἔχον τρεῖς γλυφὰς παραλλήλους καὶ τιθέμενον κατὰ ἴσα διαστήματα ὑπὲρ τὸ ἐπιστύλιον˙Ϗ φαίνεται ὅτι ταῦτα κατ’ ἀρχὰς ἦσαν τὰ ἄκρα τῶν δοκῶν (τὰ δὲ μεταξὺ διαστήματα κατ’ ἀρχὰς ἔμενον κενὰ καὶ ἐκαλοῦντο ὀπαί, εἶτα δὲ ἐπληρώθησαν καὶ ἐκλήθησαν μετόπαι), παστάδων ὑπὲρ τέρεμνα Δωρικάς τε τριγλύφους Εὐρ. Ὀρ. 1372˙ πασσαλεύειν κρᾶτα τριγλύφοις ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1214˙Ϗ γεῖσα τριγλύφων (οὕτως ὁ Blomf. ἀντὶ γ’ εἴσω) τὸ (ὑπεράνω) τῶν τριγλύφων γεῖσον, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 113˙Ϗ - ὡσαύτως τρίγλυφον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 2˙ «ὅταν με καλέσῃ πλούσιος δεῖπνον ποιῶν, οὐ κατανοῶ τὰ τρίγλυφ’ οὐδὲ τὰς στέγας, οὐδὲ δοκιμάζω τοὺς Κορινθίους κάδους, ἀτενὲς δὲ τηρῶ τοῦ μαγείρου τὸν καπνὸν» Δίφιλος ἐν «Παρασίτῳ» 2, ἴδε Λεξικὸν Ἑλλ. Ἀρχαιολ. ὑπὸ Α. Ρ. Ραγκαβῆ ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois pointes ; τὸ τρίγλυφον triglyphe, ornement des architraves d’ordre dorique t. d’archit.
Étymologie: τρεῖς, γλύφω.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίγλυφος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τρεις γλυφές («αἰχμὴ τρίγλυφος» — η τρίαινα, Οππ.)
2. (το θηλ., το ουδ. και σπαν. το αρσ. ως ουσ.) η τρίγλυφος, το τρίγλυφο(ν) και σπαν. νεοελλ. ο τρίγλυφος
(στην αρχ. ελλ. αρχιτ.) στοιχείο του διακόσμου του δωρικού ρυθμού που βρίσκεται πάντα πάνω από τους κανόνες με τις σταγόνες και το οποίο αποτελείται από τρεις εξέχουσες κάθετες γλυφές που μιμούνται, σε λίθο, τα αρχικά ξύλινα άκρα τών δοκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -γλυφος (< γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»), πρβλ. ανά-γλυφος].