τρόνα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
(6_21)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρόνα''': τά, = θρόνα (ἴδε [[θρόνον]] Ι), «[[τρόνα]]· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα» Ἡσύχ., καί: «τρόνοι· στύππιοι. [[στήμων]]· [[ἁρπεδόνη]]. ἄτρακτος» ὁ αὐτ.
|lstext='''τρόνα''': τά, = θρόνα (ἴδε [[θρόνον]] Ι), «[[τρόνα]]· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα» Ἡσύχ., καί: «τρόνοι· στύππιοι. [[στήμων]]· [[ἁρπεδόνη]]. ἄτρακτος» ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>(ορυκτ.)</b> ένυδρο δισανθρακικό [[ορυκτό]] του νατρίου που ανήκει στην [[ομάδα]] τών εβαποριτών και απαντά [[σποραδικά]] ως αλατούχα [[λιμναία]] [[απόθεση]] ή ως [[προϊόν]] εξάτμισης, [[καθώς]] και με τη [[μορφή]] εξανθήσεων σε άνυδρα εδάφη.———————— <b>(II)</b><br />τὰ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[θρόνα]], <i>τὰ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[θρόνον]]) με [[τροπή]] του δασέος <i>θ</i>- στο αντίστοιχο ψιλό].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρόνα Medium diacritics: τρόνα Low diacritics: τρόνα Capitals: ΤΡΟΝΑ
Transliteration A: tróna Transliteration B: trona Transliteration C: trona Beta Code: tro/na

English (LSJ)

ἀγάλματα, ἢ ῥάμματα ἄνθινα, Hsch. (Cf.

   A θρόνον 1.) τρόνοι· στύππιοι, στήμων, ἁρπεδόνη, ἄτρακτος, Id.

Greek (Liddell-Scott)

τρόνα: τά, = θρόνα (ἴδε θρόνον Ι), «τρόνα· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα» Ἡσύχ., καί: «τρόνοι· στύππιοι. στήμων· ἁρπεδόνη. ἄτρακτος» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
(ορυκτ.) ένυδρο δισανθρακικό ορυκτό του νατρίου που ανήκει στην ομάδα τών εβαποριτών και απαντά σποραδικά ως αλατούχα λιμναία απόθεση ή ως προϊόν εξάτμισης, καθώς και με τη μορφή εξανθήσεων σε άνυδρα εδάφη.———————— (II)
τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του θρόνα, τὰ (βλ. λ. θρόνον) με τροπή του δασέος θ- στο αντίστοιχο ψιλό].