ὑπόπλεως: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ως, ων;<br /><i>att. c.</i> [[ὑπόπλεος]]. | |btext=ως, ων;<br /><i>att. c.</i> [[ὑπόπλεος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ων, και [[ὑπόπλεος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> ο αρκετά [[γεμάτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει γεμίσει με [[κάτι]] [[χωρίς]] να έχει γίνει [[αντιληπτός]] («ἀργυρίων [[ὑπόπλεος]]», Τιμοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλέως]] / [[πλέος]] «[[γεμάτος]], [[πλήρης]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1229] ων, gen. ω, att. statt ὑπόπλεος, ὑπόπλεως τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. Somn. 4.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
att. c. ὑπόπλεος.
Greek Monolingual
-ων, και ὑπόπλεος, -ον, Α
1. ο αρκετά γεμάτος
2. αυτός που έχει γεμίσει με κάτι χωρίς να έχει γίνει αντιληπτός («ἀργυρίων ὑπόπλεος», Τιμοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»].