ὑποτύφω: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ὑπέθυψα, <i>Pass. pf.</i> ὑποτέθυμμαι;<br />faire fumer en allumant par-dessous ; <i>Pass.</i> dégager de la fumée en s’allumant, couver intérieurement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τύφω]].
|btext=<i>ao.</i> ὑπέθυψα, <i>Pass. pf.</i> ὑποτέθυμμαι;<br />faire fumer en allumant par-dessous ; <i>Pass.</i> dégager de la fumée en s’allumant, couver intérieurement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τύφω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> σιγοκαίω, [[κρυφοκαίω]] βγάζοντας καπνό («πῡρ ὑποτύφει τὴν νῆσον», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ενισχύω]] [[κρυφά]] ή ύπουλα κάποιο [[πάθος]] (α. «ὑποθύψας τὴν διαβολήν», <b>Πολ.</b><br />β. «ὑποτύφεται [[ἔχθρα]]», Κτησ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑποτύφομαι</i><br />(μτφ. για πρόσωπα) καίγομαι από [[κρυφή]] [[φωτιά]], βασανίζομαι («ὑποτυφόμενος ἐς τὸν ἔρωτα», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τύφω]] «[[καίω]], [[καπνίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[τῦφος]])].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτύφω Medium diacritics: ὑποτύφω Low diacritics: υποτύφω Capitals: ΥΠΟΤΥΦΩ
Transliteration A: hypotýphō Transliteration B: hypotyphō Transliteration C: ypotyfo Beta Code: u(potu/fw

English (LSJ)

[ῡ],

   A burn with a smouldering fire beneath, πῦρ ὑ. τὴν νῆσον Philostr.Im.2.17: metaph., kindle into a smouldering fire, cause to burn secretly, ὑποθύψας τὴν διαβολήν Plb.5.42.3:—Pass., ἔχθρα ὑπετύφετο Ctes.Fr.29.46; ὑπετέθυπτο Apolloph.10; λύπη, ὀργή, Luc.Abd.30; εἰρωνεία Ph.1.142; ὀργή Id.2.584, πόλεμος Plu. Per.32, Jul.Or.1.13b; of persons, ὑποτετύφθαι burn with a hidden fire (of love), Poll.3.68; -όμενος ἐς τὸν ἔρωτα Ael.VH9.41.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτύφω: [ῡ], μέλλ. -θύψω, ὑποκαίω, «κουφοκαίω», πῦρ ὑποτύφει τὴν νῆσον Φιλόστρ. 836· μεταφορ., ὑποθύψας τὴν διαβολὴν Πολύβ. 5. 42, 5· καὶ ἐν τῷ παθ., ὑποτύφεται ἔχθρα Κτησ. Περσ. 46· ὑπετέθυπτο Ἀπολλοφ. ἐν Ἀδήλ. 2· κατὰ μικρὸν ταῦτα (φθόνος, λύπη, ὀργὴ) ὑποτυφόμενα… μανίαν ἀποτελεῖ Λουκ. Ἀποκηρ. 30· ἔρως Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 41· πόλεμος Πλουτ. Περικλ. 32· ἐπί προσώπων, ὑποτετῦφθαι, καίεσθαι διὰ βραδέος καὶ ἡσύχου πυρός, Πολυδ. Γ΄, 68.

French (Bailly abrégé)

ao. ὑπέθυψα, Pass. pf. ὑποτέθυμμαι;
faire fumer en allumant par-dessous ; Pass. dégager de la fumée en s’allumant, couver intérieurement.
Étymologie: ὑπό, τύφω.

Greek Monolingual

Α
1. σιγοκαίω, κρυφοκαίω βγάζοντας καπνό («πῡρ ὑποτύφει τὴν νῆσον», Φιλόστρ.)
2. μτφ. ενισχύω κρυφά ή ύπουλα κάποιο πάθος (α. «ὑποθύψας τὴν διαβολήν», Πολ.
β. «ὑποτύφεται ἔχθρα», Κτησ.)
3. παθ. ὑποτύφομαι
(μτφ. για πρόσωπα) καίγομαι από κρυφή φωτιά, βασανίζομαι («ὑποτυφόμενος ἐς τὸν ἔρωτα», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τύφω «καίω, καπνίζω» (< τῦφος)].