χέραδος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(SL_2)
(46)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>χέρᾰδος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[silt]], [[debris]] carried by a [[torrent]] τὸν (sc. θησαυρὸν ὕμνων) [[οὔτε]] [[χειμέριος]] [[ὄμβρος]] οὔτ' [[ἄνεμος]] ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι παμφόρῳ χεράδει τυπτόμενον (Beck: χεράδι codd.) (P. 6.13) χεράδει σποδέων fr. 327.
|sltr=<b>χέρᾰδος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[silt]], [[debris]] carried by a [[torrent]] τὸν (sc. θησαυρὸν ὕμνων) [[οὔτε]] [[χειμέριος]] [[ὄμβρος]] οὔτ' [[ἄνεμος]] ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι παμφόρῳ χεράδει τυπτόμενον (Beck: χεράδι codd.) (P. 6.13) χεράδει σποδέων fr. 327.
}}
{{grml
|mltxt=-άδους και -<i>άδεος</i>, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[άμμος]] με πέτρες και άλλες φερτές ύλες που κατεβάζουν τα ποτάμια («[[ἅλις]] [[χέραδος]] περιχεύας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[χέραδος]]... τὸ συναγόμενον ἐν τῇ ῥύσει τοῡ ποταμοῡ [[πλῆθος]] ἰλύος καὶ ὀστράκων καὶ λίθων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία [[πρέπει]] [[μάλλον]] να συνδεθεί με τις λ. [[χερμάς]] «[[λίθος]]» και [[χαράδρα]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[τρίβω]]» (<b>πρβλ.</b> πιθ. [[κέγχρος]]). Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[χέραδος]] απαντά και [[ένας]] τ. γεν. πτώσης <i>χαράδεος</i> (το -<i>α</i>- του τ. έχει προέλθει με [[αφομοίωση]] του -<i>ε</i>- ή αναλογικά [[προς]] τον τ. [[χαράδρα]]), ο [[οποίος]] επιβεβαιώνει το ουδ. [[γένος]] της λ. (για έναν τ. θηλ. <b>βλ. λ.</b> [[χεράς]])].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χέρᾰδος Medium diacritics: χέραδος Low diacritics: χέραδος Capitals: ΧΕΡΑΔΟΣ
Transliteration A: chérados Transliteration B: cherados Transliteration C: cherados Beta Code: xe/rados

English (LSJ)

εος, τό,

   A silt, gravel, and rubbish, brought down by torrents, ἅλις χέραδος περιχεύας Il.21.319; μὴ κίνη χέραδος Sapph. 114, cf. Alc.105 Lobel, Pi.P.6.13, A.R.1.1123; χεράδες (pl.) is given by Hsch., χεράδας is f.l. in Sapph. l.c. (ap.EM808.39), and so χεράδι (for χεράδει) in Pi. l.c., and χεράδος (for χέραδος) in A.R. l.c.; χέραδος is confirmed by Sch.Il.l.c., Apollon.Lex., EM808.40.

German (Pape)

[Seite 1349] τό, wie χεράς, Geröll von Sand u. Steinen, Kies, dergleichen die Flüsse anschwemmen, Il. 21, 319, wo aber schon alte Gramm. es für den gen. von χεράς nahmen, es χεράδος betonten u. mit ἅλις verbanden.

Greek (Liddell-Scott)

χέρᾰδος: τό, ἰλύς, ἄμμος μετὰ λίθων, λιθάρια καὶ συρφετός, τὰ ὁποῖα καταβιβάζουσιν οἱ χείμαρροι, ἅλις χέραδος περιχεύας, «τῆς ὑπὸ τῶν ποταμῶν ἀθροιζομένης ψάμμου καὶ ξύλων συγκομιδῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 319· πρβλ. χερμάδιον. - Μεταγεν. γραμμ. ἔγραψαν χεράδος, ὡς γεν. τοῦ χεράς, ἡ· - ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἅλις, ἀπολ., χωρὶς νὰ συντάσσῃ αὐτὸ μετὰ γεν.· οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν κριτικῶν ὁμοθύμως δέχονται χέραδος, ἴδε τὰ ἀρχαῖα σχόλια ἐν τόπῳ, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρικ., Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ ὁ Γαλην. ἐν Λεξ. Ἱππ. μνημονεύει ὡς γενικὴν χεράδεως. Οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1123, τὰ Ἀντίγραφα καὶ Σχόλια ἔχουσι χέραδος· ἐν Πινδ. Π. 6. 13, ὁ Böckh διορθοῖ χεράδει (ἀντὶ χεράδι) ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμ. 808, 44· καὶ ἐν Σαπφ. 114, ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι μὴ κίνη χέραδος (ἀντὶ μὴ κενή). Διὸ ὁ τύπος χερὰς πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὡς πλάσμα τῶν Γραμματικῶν, ἴδε Δινδ. εἰς Θησ. Στεφ. (Πιθανῶς συγγενὲς ταῖς λ. χερμάδιον, χερμάς, καὶ τῇ ῥίζῃ χέρρος, ξηρός, μετὰ τῆς ῥιζικῆς σημασίας τοῦ τραχύς, σκληρός). - Καθ’ Ἡσύχ.: «χέραδος· ἡ μετ’ ὀστράκων καὶ λίθων ὕλη», καὶ «χεράδες· αἱ τῶν χειμάρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις».

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. acc. sg.
tas de petites pierres et de sable, gravier.
Étymologie: apparenté à χαράδρα ; sel. d’autre, à χέρρος, ξηρός.

English (Autenrieth)

εος: gravel, pebbles, Il. 21.319†.

English (Slater)

χέρᾰδος
   1 silt, debris carried by a torrent τὸν (sc. θησαυρὸν ὕμνων) οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι παμφόρῳ χεράδει τυπτόμενον (Beck: χεράδι codd.) (P. 6.13) χεράδει σποδέων fr. 327.

Greek Monolingual

-άδους και -άδεος, τὸ, Α
1. άμμος με πέτρες και άλλες φερτές ύλες που κατεβάζουν τα ποτάμια («ἅλις χέραδος περιχεύας», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «χέραδος... τὸ συναγόμενον ἐν τῇ ῥύσει τοῡ ποταμοῡ πλῆθος ἰλύος καὶ ὀστράκων καὶ λίθων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει μάλλον να συνδεθεί με τις λ. χερμάς «λίθος» και χαράδρα. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα gher- «τρίβω» (πρβλ. πιθ. κέγχρος). Παρλλ. προς τον τ. χέραδος απαντά και ένας τ. γεν. πτώσης χαράδεος (το -α- του τ. έχει προέλθει με αφομοίωση του -ε- ή αναλογικά προς τον τ. χαράδρα), ο οποίος επιβεβαιώνει το ουδ. γένος της λ. (για έναν τ. θηλ. βλ. λ. χεράς)].