αγαθός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
(1) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀγαθός]], -ή, -όν)<br />[[καλός]], [[χρηστός]], [[ενάρετος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καλόψυχος]], [[άκακος]]<br /><b>2.</b> υπερβολικά [[εύπιστος]], [[αφελής]], [[ανόητος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[αγαθό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]]<br /><b>2.</b> [[ευγενής]] στην [[καταγωγή]]<br /><b>3.</b> [[γενναίος]], [[ανδρείος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει [[επίδοση]] σε [[κάτι]], [[άξιος]], [[ικανός]]<br /><b>5.</b> <b>η κλητ.</b> <i>ἀγαθέ</i><br />ως επιφών. νουθεσίας ή ειρωνείας<br /><b>6.</b> (για πράγματα) [[χρήσιμος]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ευεργεσία]], [[ωφέλεια]]<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα [[αγαθά]]<br />πλεονεκτήματα, προτερήματα<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ἀγαθόν ἐστι» <span style="color: red;">+</span> απαρέμφ.<br />[[είναι]] καλό να... || (παραθ. ανώμαλα) συγκριτ. [[βελτίων]], [[ἀμείνων]], [[κρείσσων]], [[λῴων]] (και [[λωίων]]) και σπάνια [[ἀρείων]], [[κάρρων]] και ποιητ. τ. [[βέλτερος]], [[λωίτερος]], [[φέρτερος]]<br />υπερθ. [[βέλτιστος]], [[ἄριστος]], [[κράτιστος]], <i>λῴστος</i> (και <i>λώιστος</i>) και ποιητ. τ. [[κάρτιστος]], [[βέλτιστος]], [[φέρτατος]], [[φέριστος]]<br /><b>επίρρ.</b> (Α) [[συνήθως]] το <i>εὖ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με το γοτθ. <i>gops</i>, γερμ. <i>gut</i> (= [[καλός]]), αγγλ. <i>good</i> (= [[καλός]]), τα αρχ. σλαβ. <i>god</i> (= [[έγκαιρος]], στην κατάλληλη ώρα, | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀγαθός]], -ή, -όν)<br />[[καλός]], [[χρηστός]], [[ενάρετος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καλόψυχος]], [[άκακος]]<br /><b>2.</b> υπερβολικά [[εύπιστος]], [[αφελής]], [[ανόητος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[αγαθό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]]<br /><b>2.</b> [[ευγενής]] στην [[καταγωγή]]<br /><b>3.</b> [[γενναίος]], [[ανδρείος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει [[επίδοση]] σε [[κάτι]], [[άξιος]], [[ικανός]]<br /><b>5.</b> <b>η κλητ.</b> <i>ἀγαθέ</i><br />ως επιφών. νουθεσίας ή ειρωνείας<br /><b>6.</b> (για πράγματα) [[χρήσιμος]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ευεργεσία]], [[ωφέλεια]]<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα [[αγαθά]]<br />πλεονεκτήματα, προτερήματα<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ἀγαθόν ἐστι» <span style="color: red;">+</span> απαρέμφ.<br />[[είναι]] καλό να... || (παραθ. ανώμαλα) συγκριτ. [[βελτίων]], [[ἀμείνων]], [[κρείσσων]], [[λῴων]] (και [[λωίων]]) και σπάνια [[ἀρείων]], [[κάρρων]] και ποιητ. τ. [[βέλτερος]], [[λωίτερος]], [[φέρτερος]]<br />υπερθ. [[βέλτιστος]], [[ἄριστος]], [[κράτιστος]], <i>λῴστος</i> (και <i>λώιστος</i>) και ποιητ. τ. [[κάρτιστος]], [[βέλτιστος]], [[φέρτατος]], [[φέριστος]]<br /><b>επίρρ.</b> (Α) [[συνήθως]] το <i>εὖ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με το γοτθ. <i>gops</i>, γερμ. <i>gut</i> (= [[καλός]]), αγγλ. <i>good</i> (= [[καλός]]), τα αρχ. σλαβ. <i>god</i> (= [[έγκαιρος]], στην κατάλληλη ώρα, πρβλ. ελλ. [[ωραίος]]), <i>goditi</i> (= [[αρεστός]]) ή με το σανσκρ. <i>gadhya</i> (= ό,τι κρατιέται [[γερά]]), αν δεχτούμε ότι η ΙΕ ρ. <i>ghadh</i>- αρχικά σήμαινε «[[αγκαλιάζω]]», «[[κρατώ]] [[γερά]]» (πρβλ. ελλ. <i>ἀ</i>-<i>γαθ</i>-<i>ὶς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sm</i>-<i>ghadhi</i>-). Ο [[τύπος]] <i>ἀγαθὸς</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. <span style="color: red;">+</span> <i>καθός</i>, που μαρτυρείται στο «[[ἀκαθόν]]<br /><i>ἀγαθόν</i>» του Ησύχιου. Η [[τροπή]] του <i>κ</i> σε <i>γ</i> πιθ. οφείλεται σε [[επίδραση]] του <i>ἄγα</i>-, [[ἄγαν]]. Στη Μυκην. η [[λέξη]] απαντά σε [[πινακίδα]] στην Κνωσό στον συγκριτ. βαθμό<br />προσδιορίζει ενδύματα [[αλλά]] και τροχούς αμαξών και σημαίνει «καλύτερης ποιότητας» (πληθ. ουδ. <i>α</i>-<i>ro</i><sub>2</sub>-<i>α</i>, πληθ. θηλ. <i>a</i>-<i>ro</i><sub>2</sub>-<i>e</i>). Αρχικά η [[λέξη]] δεν έχει [[ηθική]] [[σημασία]]. Στα ομηρικά έπη δηλώνει τον «γενναίο» (Ιλ. Ρ 631), τον «ευγενή στην [[καταγωγή]]» (Ιλ. Φ 109), τον «έμπειρο», τον «ικανό σε [[κάτι]]» (Ιλ. Β 408) και τον «συνετό», τον «φρόνιμο» (Ιλ. Ν 666). Ηθική [[σημασία]] αποκτά [[κατά]] τον 6ο π. Χ. αιώνα, ενώ στους Αττικούς συγγραφείς και στη φρ. «<i>καλὸς κἀγαθός</i>» αποτελεί το ένα από τα δύο συνθετικά στοιχεία μιας κοινωνικής αξίας και ενός παιδαγωγικού ιδεώδους, που επιζητεί τη σύμμετρη [[ανάπτυξη]] σώματος και ψυχής. Η [[λέξη]] στην [[αρχαιότητα]] βρίσκεται σε συνεχή ανταγωνισμό με συνώνυμες λέξεις, όπως [[καλός]], <i>ἐσθλὸς</i> και τελικά παραμερίζεται από το [[καλός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγαθότης]], [[ἀγαθύνω]], <i>ἀγαθῶ</i>, [[ἀγαθωσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγαθεύω]], [[αγαθιάρης]], [[αγαθούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγαθοειδής]], [[ἀγαθοεργός]], [[ἀγαθοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγαθόπιστος]], [[αγαθοπροαίρετος]], [[αγαθοφέρνω]] κ.ά.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 23 December 2018
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀγαθός, -ή, -όν)
καλός, χρηστός, ενάρετος
νεοελλ.
1. καλόψυχος, άκακος
2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος
3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό
αρχ.
1. συνετός, φρόνιμος
2. ευγενής στην καταγωγή
3. γενναίος, ανδρείος
4. αυτός που έχει επίδοση σε κάτι, άξιος, ικανός
5. η κλητ. ἀγαθέ
ως επιφών. νουθεσίας ή ειρωνείας
6. (για πράγματα) χρήσιμος
7. το ουδ. ως ουσ. ευεργεσία, ωφέλεια
8. στον πληθ. τα αγαθά
πλεονεκτήματα, προτερήματα
9. φρ. «ἀγαθόν ἐστι» + απαρέμφ.
είναι καλό να...