ἀλύσσω: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(3) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλύσσω]] (Α)<br />[[είμαι]] [[ανήσυχος]], [[δυσφορώ]], έχω [[αγωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] που συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. [[ἀλύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλύκη]]. | |mltxt=[[ἀλύσσω]] (Α)<br />[[είμαι]] [[ανήσυχος]], [[δυσφορώ]], έχω [[αγωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] που συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. [[ἀλύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλύκη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλύσσω:''' ([[ἀλύω]]), είμαι στεναχωρημένος, είμαι [[θλιμμένος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
fut.-ξω, v. infr., (ἀλύω)
A to be uneasy, restless, pres. only Il. 22.70 ἀ. περὶ θυμῷ: fut., ἀλύξει τε καὶ ῥίψει ἑαυτήν will be restless... Hp. Mul.1.2: plpf. Pass., κραδίη ἀλάλυκτο φόβῳ was disquieted, Q.S.14.24.
German (Pape)
[Seite 111] Hom. einmal, Iliad. 22, 70 von Hunden, οἵ κ' ἐμὸν αἷμα πιόντες, ἀλύσσοντες περὶ θυμῷ, κείσοντ' ἐν προθύροισι; Scholl. Apoll. lex. Hom. 23, 19; nach Einigen = ἀδημονοῦντες, also verw. mit ἀλύω, ἀλεύω, ἀλύσκω, nach Anderen ἄγαν λυσσῶντες, sehr wüthend; jedenfalls bezieht sich ἀλύσσοντες nicht auf κείσονται, sondern auf πιόντες, in ihrer Wuth (oder Unruhe) trinken sie das Blut, dann liegen sie; – fut. ἀλύξει Hippocr., plusquampf. ἀλάλυκτο κραδίη Qu. Sm. 14, 24, das Herz war beunruhigt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλύσσω: (ἴδε ἐν λ. ἀλύω) εἶμαι ἀνήσυχος, εἶμαι ἐν θλίψει· ὁ ἐνεστ. μόνον ἐν Ἰλ. Χ. 70: ἀλύσσοντες περὶ θυμῷ· μέλλ. ἀλύξει τε καὶ ῥίψει ἑαυτήν, θὰ ἀνησυχήσῃ καὶ θά..., Ἱππ. 589, 51: ὑπερσυντ. παθ. ἀλάλυκτο, = εἶχεν ἀνησυχήσῃ, Κόϊντ. Σμ. 14. 24.
French (Bailly abrégé)
f. ἀλύξω;
1 être agité, inquiet;
2 être transporté de rage en parl. de chiens.
Étymologie: cf. ἀλύσκω et ἀλύω.
English (Autenrieth)
(ἀλύω): be frenizied, of dogs after tasting blood, Il. 22.70†.
Spanish (DGE)
• Morfología: [plusperf. med. ἀλάλυκτο Q.S.14.24]
rabiarde perros ἀλύσσοντες περὶ θυμῷ Il.22.70
•de pers. estar fuera de sí, enloquecido ἀλύξει τε καὶ ῥίφει ἑαυτήν Hp.Mul.1.2, cf. Gal.19.75, κραδίη ἀλάλυκτο φόβῳ Q.S.l.c., cf. Hsch.
• Etimología: Cf. ἀλύω.
Greek Monolingual
ἀλύσσω (Α)
είμαι ανήσυχος, δυσφορώ, έχω αγωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός που συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλύκη.
Greek Monotonic
ἀλύσσω: (ἀλύω), είμαι στεναχωρημένος, είμαι θλιμμένος, σε Ομήρ. Ιλ.