ἀκροσφαλής: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀκροσφαλής]])<br />αυτός που κινδυνεύει να πέσει, ο μη [[σταθερός]], [[επισφαλής]] [[αβέβαιος]]<br /><b>άρχ.</b> ο [[ικανός]] να επιφέρει [[πτώση]], [[ολισθηρός]], [[επικίνδυνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαλὴς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐσφάλην</i>, [[σφάλλω]]. | |mltxt=-ές (Α [[ἀκροσφαλής]])<br />αυτός που κινδυνεύει να πέσει, ο μη [[σταθερός]], [[επισφαλής]] [[αβέβαιος]]<br /><b>άρχ.</b> ο [[ικανός]] να επιφέρει [[πτώση]], [[ολισθηρός]], [[επικίνδυνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαλὴς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐσφάλην</i>, [[σφάλλω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκροσφᾰλής:''' -ές ([[σφάλλω]]), [[επιρρεπής]] στο [[λάθος]], [[ασταθής]], [[επισφαλής]], [[αβέβαιος]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (σφάλλω)
A apt to trip, unsteady, Plu.2.713b; ἀ. πρὸς ὑγίειαν precarious in health, Pl.R.404b; ἀ. οὐσίαι insecure, Phld.Oec.p.47 J.; ψυχὴ ἐν εὐτυχίᾳ ἀ. Max.Tyr.5.2. Adv. -ῶς, διακεῖσθαι Phld.Oec.p.49 J.; ἔχειν Plu. 2.682d. II Act., apt to throw down, slippery, dangerous, Plb. 9.19.7.
German (Pape)
[Seite 85] ές, 1) zum Fallen geneigt, ἴχνος Nic. Al. 242; mit εὐκίνητος verb. Plut. S. N. V. 19; gew. übertr., πρὸς ὑγίειαν Plat. Rep. III, 404 b, von wankender Gesundheit; πρὸς ὀργήν, zum Zorne geneigt, Plut. de adul. et am. 41; πρὸς πάθος Symp. 1, 4. – 2) zum Fallen bringend, von Leitern, Polyb. 9, 19, 7. – Adv. -λῶς, z. B. ἔχειν Plut. Symp. 5, 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροσφᾰλής: -ές, (σφάλλω) ὑποκείμενος εἰς τὸ σφάλλεσθαι, προσπταίειν, ἀσταθής, Πλούτ. 2. 713Β· ἀκρ. πρὸς ὑγίειαν = ἐπισφαλής, Πλάτ. Πολ. 404Β: - οὕτω καὶ ἐν ἐπιρρ., ἀκροσφαλῶς ἔχειν, Πλούτ. 2. 682D. II. ἐνεργ., ἱκανὸς νὰ καταρρίψῃ τινά, ὀλισθηρός, ἐπικίνδυνος, Πολύβ. 9. 19, 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 sujet à tomber, chancelant, avec πρός et l’acc.;
2 enclin à.
Étymologie: ἄκρος, σφάλλω.
Spanish (DGE)
(ἀκροσφᾰλής) -ές
I 1vacilante, inseguro, precario ἀ. πρὸς ὑγίειαν Pl.R.404b, ἴχνος Nic.Al.242, οὐσίαι Phld.Oec.15.30, cf. Phryn.PS 32
•que cae fácilmente, propenso πρὸς ὀργήν Plu.2.68d.
2 resbaladizo κλίμακες Plb.9.19.7.
II adv. -ῶς inestablemente, precariamente διακεῖσθαι Phld.Oec.16.18, ἔχειν Plu.2.682c.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκροσφαλής)
αυτός που κινδυνεύει να πέσει, ο μη σταθερός, επισφαλής αβέβαιος
άρχ. ο ικανός να επιφέρει πτώση, ολισθηρός, επικίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -σφαλὴς < ἐσφάλην, σφάλλω.
Greek Monotonic
ἀκροσφᾰλής: -ές (σφάλλω), επιρρεπής στο λάθος, ασταθής, επισφαλής, αβέβαιος, σε Πλάτ.