ἀνακογχυλιάζω: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀνακοχγυλιάζω (Α)<br /><b>1.</b> [[παραβιάζω]] τη [[σφραγίδα]] εγγράφου, το απόρρητο του και [[αλλάζω]] το [[περιεχόμενο]] του<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[γαργάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κογχυλιάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[κογχύλιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνακογχυλιασμός]], <i>ἀνακογχυλιαστόν</i>]. | |mltxt=ἀνακοχγυλιάζω (Α)<br /><b>1.</b> [[παραβιάζω]] τη [[σφραγίδα]] εγγράφου, το απόρρητο του και [[αλλάζω]] το [[περιεχόμενο]] του<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[γαργάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κογχυλιάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[κογχύλιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνακογχυλιασμός]], <i>ἀνακογχυλιαστόν</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνακογχῠλιάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κόγχη]]), [[ανοίγω]] και [[πλαστογραφώ]] [[σφραγίδα]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
(κόγχη)
A break open the capsule covering the seal of a will, διαθήκην Ar.V.589 (with double entente), cf. Aristid.Or. 51(27).9. 2 = ἀναγαργαρίζω (sc. ὕδατι), Pl.Smp.185d (but ἀνακογχυλίσαι, Hsch.).
German (Pape)
[Seite 192] gurgeln, Plat. Conv. 185 d; = ἀναγαργαρίζω, Tim. Lex.; bei Ar. Vesp. 589, διαθήκην, verfälschen, nachdem man die Siegel (κόγχη) geöffnet; ἀνακογχυλιαστόν Plat. com. Poll. 6, 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακογχῠλιάζω: (κόγχη) ἀνοίγω καὶ παραχαράττω, παραποιῶ σφραγῖδα, Ἀριστοφ. Σφ. 589. 2) = ἀναγαργαρίζω (ἐνν. ὕδατι), Πλάτ. Συμπ. 185D, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Φίλοις», 5, Ruhnk Τίμ.
French (Bailly abrégé)
1 se gargariser;
2 briser la coquille qui préserve le sceau (d’un testament).
Étymologie: ἀνά, κογχυλιάζω c. κογχυλίζω.
Spanish (DGE)
(ἀνακογχῠλιάζω) 1 desconchar, romper el sello, e.d., alterar τῆς δ' ἐπικλήρου τὴν διαθήκην ἀδικεῖς ἀνακογχυλιάζων Ar.V.589, cf. Aristid.Or.51.9.
2 hacer gárgaras ὕδατι Pl.Smp.185d, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἀνακοχγυλιάζω (Α)
1. παραβιάζω τη σφραγίδα εγγράφου, το απόρρητο του και αλλάζω το περιεχόμενο του
2. κάνω γαργάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κογχυλιάζω < κογχύλιον.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνακογχυλιασμός, ἀνακογχυλιαστόν].
Greek Monotonic
ἀνακογχῠλιάζω: μέλ. -σω (κόγχη), ανοίγω και πλαστογραφώ σφραγίδα, σε Αριστοφ.