ἀνάκτωρ: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνάκτωρ]] (-ορος), ο (Α)<br />(για θεούς) αυτός που εξουσιάζει, [[εξουσιαστής]], [[κυρίαρχος]], [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀνάκτορο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀνακτόριος]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀνακτορία]]. | |mltxt=[[ἀνάκτωρ]] (-ορος), ο (Α)<br />(για θεούς) αυτός που εξουσιάζει, [[εξουσιαστής]], [[κυρίαρχος]], [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀνάκτορο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀνακτόριος]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀνακτορία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνάκτωρ:''' -ορος, ὁ = [[ἄναξ]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = ἄναξ, of gods, A.Ch.357, E.IT1414: pl., Cerc. 4.36, cf. Ptol.Tetr.122.
German (Pape)
[Seite 194] ορος, ὁ, Herrscher, Aesch. Ch. 352; πόντου Eur. I. A. 1414 u. sp. D. – Der Kaiser, D. C. 76, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκτωρ: -ορος, ὁ, = ἄναξ, Αἰσχύλ. Χο. 356, Εὐρ. Ι. Τ. 1414.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
maître, roi.
Étymologie: ἄναξ.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
1 soberano, rey, príncipe de dioses πόντου δ' ἀνάκτωρ ... Ποσειδῶν E.IT 1414, ποίους ἐπ' ἀνάκτορας ... ἢ τίνας οὐρανίδας Cerc.2.38, ὑπὸ τὴν τῶν ἀνακτόρων γένεσιν Ptol.Tetr.3.8.3, χθονίων ἔνερθε δαιμόνων ἀνάκτορες SB 8960.2 (I a.C.), de Agamenón en el Hades σεμνότιμος ἀνάκτωρ A.Ch.356
•señor, dueño τὸ κρυφθὲν ... ἀνακτόρων las cosas ocultas por los príncipes S.Fr.757, cf. Hermog.Prog.6.
2 astrol. planeta dominante en un οἶκος Doroth.397.10.
Greek Monolingual
ἀνάκτωρ (-ορος), ο (Α)
(για θεούς) αυτός που εξουσιάζει, εξουσιαστής, κυρίαρχος, άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάσσω.
ΠΑΡ. ἀνάκτορο(ν)
αρχ.
ἀνακτόριος αρχ.-μσν. ἀνακτορία.
Greek Monotonic
ἀνάκτωρ: -ορος, ὁ = ἄναξ, σε Αισχύλ., Ευρ.