ἀψόφητος: Difference between revisions

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀψόφητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (περιφρονητικά) αυτός που δεν πέθανε [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> αυτός που πεθαίνει δύσκολα («αψόφητη [[γάτα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αθόρυβος]], [[ήσυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[αψόφητος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ψοφώ]] «[[κάνω]] θόρυβο, κρότο» — το νεοελλ. [[αψόφητος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ψοφώ]] «[[πεθαίνω]]»].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀψόφητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (περιφρονητικά) αυτός που δεν πέθανε [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> αυτός που πεθαίνει δύσκολα («αψόφητη [[γάτα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αθόρυβος]], [[ήσυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[αψόφητος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ψοφώ]] «[[κάνω]] θόρυβο, κρότο» — το νεοελλ. [[αψόφητος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ψοφώ]] «[[πεθαίνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀψόφητος:''' -ον ([[ψοφέω]]), [[αθόρυβος]]· με γεν., [[ἀψόφητος]] κωκυμάτων, αυτός που δεν βγάζει θρηνώδη ήχο, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀψόφητος Medium diacritics: ἀψόφητος Low diacritics: αψόφητος Capitals: ΑΨΟΦΗΤΟΣ
Transliteration A: apsóphētos Transliteration B: apsophētos Transliteration C: apsofitos Beta Code: a)yo/fhtos

English (LSJ)

ον, (ψοφέω)

   A noiseless, c. gen., ἀ. κωκυμάτων without sound of... S.Aj.321.

German (Pape)

[Seite 421] geräuschlos, still, ὀξέων κωκυμάτων, ohne lauter Wehklagen Geräusch, Soph. Ai. 314.

Greek (Liddell-Scott)

ἀψόφητος: -ον, (ψοφέω) ἀθόρυβος· μετὰ γεν., ἀψ. κωκυμάτων, ἄνευ θορύβου κωκυμάτων, Σοφ. Αἴ. 321. πρβλ. ἄπεπλος, ἄσκευος, ἄχαλκος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans bruit.
Étymologie: ἀ, ψοφέω.

Spanish (DGE)

-ον
silencioso ἐμὲ δ' ἀψόφητον εἴη βιοτὰν ἄσημον ἕλκειν Synes.Hymn.9.29, cf. Hsch.
c. gen. ὁ δὲ ... ἀ. ὀξέων κωκυμάτων ὑπεστέναζε S.Ai.321.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀψόφητος, -ον)
νεοελλ.
1. (περιφρονητικά) αυτός που δεν πέθανε ακόμη
2. αυτός που πεθαίνει δύσκολα («αψόφητη γάτα»)
αρχ.
αθόρυβος, ήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. αψόφητος < α- στερ. + ψοφώ «κάνω θόρυβο, κρότο» — το νεοελλ. αψόφητος < α- στερ. + ψοφώ «πεθαίνω»].

Greek Monotonic

ἀψόφητος: -ον (ψοφέω), αθόρυβος· με γεν., ἀψόφητος κωκυμάτων, αυτός που δεν βγάζει θρηνώδη ήχο, σε Σοφ.