ἄφαλος: Difference between revisions
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
(7) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο και [[αφάλι]], το<br /><b>1.</b> η [[κοιλότητα]] στο [[μέσο]] της κοιλιάς, ο [[ομφαλός]]<br /><b>2.</b> ο [[ομφάλιος]] [[λώρος]]<br /><b>3.</b> [[άξονας]] ή [[τρύπα]] στο [[μέσο]] εργαλείου κ.λπ. («ο [[αφαλός]] του ψαλιδιού, της ρόδας, της μυλόπετρας»)<br /><b>4.</b> η [[καντηλήθρα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «λύθηκε ο [[αφαλός]] μου» (από τα [[πολλά]] γέλια ή από φόβο)<br />6) σφυράει με τον αφαλό του» — λέει ανοησίες<br />γ) «του 'λυσα τον αφαλό στο [[ξύλο]]» — τον έδειρα πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ομφαλός]], με προληπτική [[αφομοίωση]] του <i>ο</i>- σε <i>α</i>- και σίγηση του -<i>μ</i>- προ του -<i>φ</i>-]. | |mltxt=ο και [[αφάλι]], το<br /><b>1.</b> η [[κοιλότητα]] στο [[μέσο]] της κοιλιάς, ο [[ομφαλός]]<br /><b>2.</b> ο [[ομφάλιος]] [[λώρος]]<br /><b>3.</b> [[άξονας]] ή [[τρύπα]] στο [[μέσο]] εργαλείου κ.λπ. («ο [[αφαλός]] του ψαλιδιού, της ρόδας, της μυλόπετρας»)<br /><b>4.</b> η [[καντηλήθρα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «λύθηκε ο [[αφαλός]] μου» (από τα [[πολλά]] γέλια ή από φόβο)<br />6) σφυράει με τον αφαλό του» — λέει ανοησίες<br />γ) «του 'λυσα τον αφαλό στο [[ξύλο]]» — τον έδειρα πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ομφαλός]], με προληπτική [[αφομοίωση]] του <i>ο</i>- σε <i>α</i>- και σίγηση του -<i>μ</i>- προ του -<i>φ</i>-]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄφᾰλος:''' -ον, αυτός που δεν έχει φάλο ([[φάλος]]) ή [[προεξοχή]] όπου ενωνόταν το [[λοφίο]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without φάλος, κυνέη Il.10.258, BGU1190.3 (i B. C.?).
German (Pape)
[Seite 406] ohne Helmkamm, in den der Helmbusch gesteckt wird, Il. 10, 258, ἅπαξ εἰρημ., vgl. Scholl. Aristonic. ·
Greek (Liddell-Scott)
ἄφᾰλος: -ον, ἄνευ τοῦ φάλου, «ἄφαλος· περικεφαλαία μὴ ἔχουσα φάλους· φάλοι δέ εἰσιν οἱ λαμπροὶ ἧλοι ἤ τὰ ποικίλματα» Ἡσύχ. κυνέη Ἰλ. Κ. 258· πρβλ. τετράφαλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans φάλος pour fixer l’aigrette ; sans aigrette (casque).
Étymologie: ἀ, φάλος.
English (Autenrieth)
without crest; κυνέη, Il. 10.258†.
Spanish (DGE)
(ἄφᾰλος) -ον
carente de cimera de un yelmo Il.10.258, cf. Apollon.Lex.753, Hsch.
•subst. οἱ ἄφαλοι los que no llevan cimera una categoría de guardias de corps BGU 1190.3 (ptol.) en BL 1.98.
Greek Monolingual
ἄφαλος, -ον (Α) φάλος
(περικεφαλαία) χωρίς φάλους ή διακοσμητικά εξαρτήματα.
Greek Monolingual
ο και αφάλι, το
1. η κοιλότητα στο μέσο της κοιλιάς, ο ομφαλός
2. ο ομφάλιος λώρος
3. άξονας ή τρύπα στο μέσο εργαλείου κ.λπ. («ο αφαλός του ψαλιδιού, της ρόδας, της μυλόπετρας»)
4. η καντηλήθρα
5. φρ. α) «λύθηκε ο αφαλός μου» (από τα πολλά γέλια ή από φόβο)
6) σφυράει με τον αφαλό του» — λέει ανοησίες
γ) «του 'λυσα τον αφαλό στο ξύλο» — τον έδειρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός, με προληπτική αφομοίωση του ο- σε α- και σίγηση του -μ- προ του -φ-].
Greek Monotonic
ἄφᾰλος: -ον, αυτός που δεν έχει φάλο (φάλος) ή προεξοχή όπου ενωνόταν το λοφίο, σε Ομήρ. Ιλ.