διανέω: Difference between revisions
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διανέω]] (Α) [[νέω]]<br /><b>1.</b> διαπεραιώνομαι κολυμπώντας<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διεξέρχομαι]], [[επεξεργάζομαι]]<br /><b>3.</b> [[κλώθω]]. | |mltxt=[[διανέω]] (Α) [[νέω]]<br /><b>1.</b> διαπεραιώνομαι κολυμπώντας<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διεξέρχομαι]], [[επεξεργάζομαι]]<br /><b>3.</b> [[κλώθω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διανέω:''' μέλ. -[[νεύσομαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[κολυμπώ]] [[απέναντι]], <i>ἐς Σαλαμῖνα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[διέρχομαι]], [[επεξεργάζομαι]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A swim across, ἐς Σαλαμῖνα Hdt.8.89; τὸν Τίγρητα Luc.Hist. Conscr.19. II c. acc., swim through, i.e. get safe through, δ. πέλαγος λόγων Pl.Prm.137a, cf. R.441c; ποταμόν Ael.NA3.6. III metaph. in Med., filter through, c. gen., Marc.Sid.76.
German (Pape)
[Seite 592] (s. νέω), durchschwimmen; ἐς Σαλαμῖνα Her. 8, 89; ποταμόν Ael. H. N. 3, 6. Uebertr., τοσοῦτον πλῆθος λόγων, sich durcharbeiten, Plat. Parm. 187 a, Schol. περαιωθῆναι; vgl. ἀνάπαλιν ἐπιχειρεῖ τὸν λόγον διανεῖν Phaedr. 264 a; u. ταῦτα μόγις διανενεύκαμεν Rep. IV, 441 c, wir haben es endlich überwunden.
Greek (Liddell-Scott)
διανέω: μέλλ. -νεύσομαι, διακολυμβῶ, κολυμβῶν διέρχομαι, ἐς Σαλαμῖνα Ἡρόδ. 8. 89, Αἰλ. π. Ζ. 3, 6. ΙΙ. μεταφ., διέρχομαι…, δ. πλῆθος λόγων Πλάτ. Παρμ. 137Α, πρβλ. Πολ. 441C· ἴδε ἐν λ. ὕπτιος Ι.
French (Bailly abrégé)
f. διανεύσομαι, etc.
1 traverser (la mer) à la nage : ἐς Σαλαμῖνα HDT jusqu’à Salamine;
2 traverser à la nage : ποταμόν ÉL un fleuve.
Étymologie: διά, νέω.
Spanish (DGE)
I tr. atravesar a nado τὸν Τίγρητα Luc.Hist.Cons.19, τὸν ποταμόν Paus.5.5.11, cf. Ael.NA 3.6, en una metáf. ἐξ ὑπτίας ... διανεῖν ἐπιχειρεῖ τὸν λόγον intenta atravesar el discurso nadando de espaldas Pl.Phdr.264a, πέλαγος λόγων Pl.Prm.137a
•c. ac. de rel. ταῦτα μὲν ἄρα ... διανενεύκαμεν entonces en ese tema hemos llegado a puerto Pl.R.441c, cf. Them.Or.23.297b.
II intr.
1 ir a nado, nadar ἐς τὴν Σαλαμῖνα Hdt.8.89, ἐφ' ἑκάτερα (χείλη τοῦ ποταμοῦ) Arist.Mir.845b12, ἐν τῷ ὕδατι Luc.Lex.2.
2 en v. med., de líquidos filtrarse a través de λίπος τρητοῦ διανεύμενον ἠθητῆρος Marc.Sid.76.
Greek Monolingual
διανέω (Α) νέω
1. διαπεραιώνομαι κολυμπώντας
2. μτφ. διεξέρχομαι, επεξεργάζομαι
3. κλώθω.
Greek Monotonic
διανέω: μέλ. -νεύσομαι,
I. κολυμπώ απέναντι, ἐς Σαλαμῖνα, σε Ηρόδ.
II. με αιτ., διέρχομαι, επεξεργάζομαι, σε Πλάτ.