ἀνέδην: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνέδην]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> άνετα, ελεύθερα, ανεμπόδιστα<br /><b>2.</b> βίαια<br /><b>3.</b> αχαλίνωτα, ακόλαστα<br /><b>4.</b> αφρόντιστα, ανέμελα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανίημι]] «[[σηκώνω]], [[ελευθερώνω]], [[αμελώ]]» <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>δην</i>].
|mltxt=[[ἀνέδην]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> άνετα, ελεύθερα, ανεμπόδιστα<br /><b>2.</b> βίαια<br /><b>3.</b> αχαλίνωτα, ακόλαστα<br /><b>4.</b> αφρόντιστα, ανέμελα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανίημι]] «[[σηκώνω]], [[ελευθερώνω]], [[αμελώ]]» <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>δην</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέδην:''' επίρρ. ([[ἀνίημι]]),<br /><b class="num">I.</b> άνετα, ελεύθερα, [[χωρίς]] περιορισμούς, σε Πλάτ., Δημ.· ράθυμα, απρόσεχτα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[χωρίς]] [[περαιτέρω]] [[φροντίδα]], απλά, απόλυτα, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέδην Medium diacritics: ἀνέδην Low diacritics: ανέδην Capitals: ΑΝΕΔΗΝ
Transliteration A: anédēn Transliteration B: anedēn Transliteration C: anedin Beta Code: a)ne/dhn

English (LSJ)

Adv., (ἀνίημι)

   A let loose, freely, without restraint, Pl.Prt. 342c, S.Ph.1153 (lyr.); ἀ. φεύγειν flee pell-mell, A.Supp.14; τῆς πομπείας τῆς ἀ. γεγενημένης D.18.11; ἀ. βακχεύειν AP6.172; ἀ. καὶ ὡς ἔτυχε Ael.NA3.9.    2 licentiously, violently, Plb.15.20.3.    II without more ado, simply, absolutely, Pl.Grg.494e; straightforwardly, ἀ. ἐρωτᾶν Ps.-Alex.Aphr.inSE101.22.

German (Pape)

[Seite 220] (ἀνίημι), losgelassen (VLL. ἐκκεχυμένως, nach B. A. 400 von den Pferden entlehnt), ungehemmt, ungehindert, φεύγειν Aesch. Suppl. 14; Plat. Prot. 342 c; βακχεύειν Agath. 31 (VI, 172); ganz u. gar, ὅδε ὁ χῶρος ἀνέδην ἐρύκεται Soph. Phil. 1138; ganz offen, πομπεία ἀνέδην γενομένη Dem. 1 8, 11; schlechthin, ohne weiteres, ὃς ἂν φῇ ἀνέδην οὕτω τοὺς χαίροντας εὐδαίμονας εἶναι καὶ μὴ διορίζηται Plat. Gorg. 404 e; ἐξέσται λαμβάνειν Din. 1, 46; Sp. bes. vom reichlichen Essen, ἀπέλαυσαν τῶν ἐκ τῆς χώρας Pol. 2, 5, 6; ἀναίδην, schamlos, ist eine zw. Lesart dafür.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέδην: ἐπίρρ. (ἀνίημι), ἀνέτως, ἐλευθέρως, ἀκωλύτως, Πλάτ. Πρωτ. 342C· ἀν. φεύγειν, Λατ. effuse fugere, Αἰσχύλ. Ἱκ. 14· τῆς πομπείας τῆς ἀνέδην οὑτωσὶ γεγενημένης Δημ. 229. 3· ἀνέδην καὶ ὡς ἔτυχε, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9: - ῥαθύμως, ἀμελῶς. Σοφ. Φ. 1153· πρβλ. ἐρύκω II. 4: - ἀκολάστως, βιαίως, ἀνέδην καὶ θηριωδῶς ὥρμησαν Πολύβ. 15. 20, 3. κτλ. ΙΙ. ἄνευ περαιτέρω φροντίδος, ἁπλῶς ἀπολύτως, Πλάτ. Γοργ. 494Ε. (Ὁ τύπος ἀναίδην εἶναι ἐσφαλμ. γραφή).

French (Bailly abrégé)

adv.
en laissant aller, librement, sans contrainte.
Étymologie: ἀνίημι, -δην.

Spanish (DGE)

adv.
1 libremente, sin trabas φεύγειν A.Supp.14, συγγενέσθαι Pl.Prt.342c, ὀχεύειν Plu.2.290b, μίγνυσθαι Ael.NA 3.9, ἀ. περιποτᾶται Lyd.Ost.8, κλέψαι Procop.Arc.22.4
en forma poco estricta ἀ. ὅδε χῶρος ἐρύκεται S.Ph.1153
desenfrenadamente τῆς δὲ πομπείας ταύτης τῆς ἀνέδην γεγενημένης D.18.11, ἀ. βάκχευεν AP 6.172, διώκειν ἀ. τὰς ἡδονάς Arist.EN 1151a23, ἀ. ὑπερηφανοῦντες Phld.Vit.p.29
sin escrúpulos ἀ. πολλοὺς ἐλύπει Plb.10.26.5, ἀ. καὶ θηριωδῶς Plb.15.20.3.
2 sin más, simplemente ὃς ἂν φῇ ἀνέδην οὕτω τοὺς χαίροντας ... εὐδαίμονας εἶναι el que dice así, simplemente, que los que gozan ... son felices Pl.Grg.494e
directamente εἰ ἐρωτηθείησαν ἀνέδην Alex.Aphr.in SE 101.22.

Greek Monolingual

ἀνέδην επίρρ. (Α)
1. άνετα, ελεύθερα, ανεμπόδιστα
2. βίαια
3. αχαλίνωτα, ακόλαστα
4. αφρόντιστα, ανέμελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανίημι «σηκώνω, ελευθερώνω, αμελώ» + (κατάλ.) -δην].

Greek Monotonic

ἀνέδην: επίρρ. (ἀνίημι),
I. άνετα, ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς, σε Πλάτ., Δημ.· ράθυμα, απρόσεχτα, σε Σοφ.
II. χωρίς περαιτέρω φροντίδα, απλά, απόλυτα, σε Πλάτ.