ἀργινόεις: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(6) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀργινόεις]] (-[[εντός]]), -εσσα, -εν (Α)<br />ο [[αστραφτερός]], ο [[λευκός]], αυτός που ασπρίζει από [[μακριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αργινόεις]], από τον οποίο προήλθε το όνομα των νησιών <i>Αργινούσ</i>-(<i>σ</i>)<i>αι</i>, αποτελεί πιθ. [[μετρική]] [[παρέκταση]] ενός υποθετικού τ. <i>αργινός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αργι</i> - (όπως [[πυκινός]] <span style="color: red;"><</span> <i>πυκι</i> -). Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως [[προσωνυμία]] των [[πόλεων]] Κάμιρος και Λύκαστος]. | |mltxt=[[ἀργινόεις]] (-[[εντός]]), -εσσα, -εν (Α)<br />ο [[αστραφτερός]], ο [[λευκός]], αυτός που ασπρίζει από [[μακριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αργινόεις]], από τον οποίο προήλθε το όνομα των νησιών <i>Αργινούσ</i>-(<i>σ</i>)<i>αι</i>, αποτελεί πιθ. [[μετρική]] [[παρέκταση]] ενός υποθετικού τ. <i>αργινός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αργι</i> - (όπως [[πυκινός]] <span style="color: red;"><</span> <i>πυκι</i> -). Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως [[προσωνυμία]] των [[πόλεων]] Κάμιρος και Λύκαστος]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργῐνόεις:''' -εσσα, -εν, Επικ. [[τύπος]] του [[ἀργός]], [[λευκός]], επίθ. των Ροδιακών [[πόλεων]] από τους αργιλώδεις λόφους τους, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A = ἀργός, bright-shining, white, epith. of Lycastus and Camirus, from their lying on chalky hills, Il.2.647,656; νῆσοι Ἀργινοῦσαι X.HG1.6.27; of milk, AP7.23 (Antip. Sid.); χαλινά A.R.4.1607; μαστός, v.l. for ἀργάεις (q.v.), Pi.P.4.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῐνόεις: εσσα, εν, = ἀργός (ὅ ἴδε), ὁ λευκὴν ἐκπέμπων αἴγλην, οὗ ἡ λευκότης λάμπει μακρόθεν, ἐπίθ. τῶν πόλεων Καμείρου καὶ Λυκάστου, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ εἴπῃ τις μετὰ βεβαιότητος ἂν ἔλαβον τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἐκ τοῦ λευκοῦ ἐδάφους ἐφ’ οὗ ἔκειντο ἢ ἐκ τῶν λευκῶν αὐτῶν οἰκοδομῶν, ἴδε σημ. Jebb ἐν Σοφ. Ο. Κ. 670, (οὕτως ὁ Ὁράτ. claram Rhodon), Ἰλ. Β. 647, 656· οὕτω καὶ τὰ ἔξωθεν τῆς Αἰολίδος νησίδια ἐκαλοῦντο Ἀργινοῦσαι Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 27· «ἀργ[ε]ινόεντα· λευκόν, λευκόγειον, ἀργι[λ]ώδη» Ἡσύχ.· ἐπὶ τοῦ γάλακτος, Ἀνθ. Π. 7. 23· χαλινὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1607.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
éclatant de blancheur, blanc en parl. de terrains calcaires et crayeux.
Étymologie: ἀργός¹.
English (Autenrieth)
acc. -εντα: white-gleaming, epith. of towns in Crete, because of chalk cliffs in the vicinity, Il. 2.647, 656.
English (Slater)
ἀργῑνόεις,
1 gleaming white ἐν ἀργινόεντι μαστῷ (codd.: ἀργεννόεντι Schr.) (P. 4.8) ]
Spanish (DGE)
(ἀργῐνόεις) -εσσα, -εν
• Alolema(s): ἀργεννόεις Pi.P.4.8
blanco, brillante de ciu. y accidentes geográficos Λύκαστος Il.2.647, Κάμειρος Il.2.656, οὔρεα μακρά h.Pan 12, μαστός (de Cirene), Pi.l.c., cf. D.P.1176, gener. χαλινά A.R.4.1607, πάχνη A.R.2.738, ἔφηλις Nic.Th.333, ἰχθύες Marc.Sid.6, γάλα AP 7.23 (Antip.Sid.).
Greek Monolingual
ἀργινόεις (-εντός), -εσσα, -εν (Α)
ο αστραφτερός, ο λευκός, αυτός που ασπρίζει από μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αργινόεις, από τον οποίο προήλθε το όνομα των νησιών Αργινούσ-(σ)αι, αποτελεί πιθ. μετρική παρέκταση ενός υποθετικού τ. αργινός < αργι - (όπως πυκινός < πυκι -). Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως προσωνυμία των πόλεων Κάμιρος και Λύκαστος].
Greek Monotonic
ἀργῐνόεις: -εσσα, -εν, Επικ. τύπος του ἀργός, λευκός, επίθ. των Ροδιακών πόλεων από τους αργιλώδεις λόφους τους, σε Ομήρ. Ιλ.