ἄχορος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄχορος]], -ον (Α)<br />ο [[δίχως]] χορό, [[θλιβερός]].
|mltxt=[[ἄχορος]], -ον (Α)<br />ο [[δίχως]] χορό, [[θλιβερός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄχορος:''' -ον, αυτός που στερείται χορού, λέγεται για το θάνατο, σε Σοφ.· [[μελαγχολικός]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχορος Medium diacritics: ἄχορος Low diacritics: άχορος Capitals: ΑΧΟΡΟΣ
Transliteration A: áchoros Transliteration B: achoros Transliteration C: achoros Beta Code: a)/xoros

English (LSJ)

ον,

   A without the dance, epith. of Ares, to mark the horrors of war, A.Supp.681 (lyr.); of death, μοῖρ' . . ἄλυρος, ἄ. S.OC1222 (lyr.); ἄ. στοναχαί v.l. in E.Andr.1037 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 419] ohne Reigentänze, θυσία Plut. de aud. poet. 2; traurig, μοῖρα Soph. O. C. 1224; στοναχὰς ἐμέλποντο Eur. Andr. 1038; – Ἄρης, der sich an Tänzen nicht ergötzt, Aesch. Suppl. 638.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχορος: -ον, ὁ ἄνευ χοροῦ, ἐπιθ. τοῦ Ἄρεως, δηλοῦν τὴν φρίκην τοῦ πολέμου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 635,681· περὶ τοῦ θανάτου, μοῖρ’... ἄλυρος, ἄχ. Σοφ. Ο.Κ.1223· ἄχ. στοναχαί Εὐρ. Ἀνδρ. 1038.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non accompagné de danses ; triste, affreux.
Étymologie: ἀ, χορός.

Spanish (DGE)

-ον
ajeno, hostil a los coros festivos ἄχορον ἀκίθαριν ... Ἄρην A.Supp.681, Μοῖρ' ... ἀνυμέναιος ἄλυρος ἄ. S.OC 1222
que no tiene coros festivos ἄχορον οἰκοῦσι χθόνα E.Cyc.124, θυσίαι Plu.2.16c
ἀχόρους· κακοχόρους Hsch. (sobre la v.l. ἀχόρους στοναχάς en E.Andr.1037).

Greek Monolingual

ἄχορος, -ον (Α)
ο δίχως χορό, θλιβερός.

Greek Monotonic

ἄχορος: -ον, αυτός που στερείται χορού, λέγεται για το θάνατο, σε Σοφ.· μελαγχολικός, σε Ευρ.