ἐπικράζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικράζω]] (Α) [[κράζω]]<br />[[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]] [[προς]] κάποιον, [[φωνάζω]] [[υπέρ]] ή [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=[[ἐπικράζω]] (Α) [[κράζω]]<br />[[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]] [[προς]] κάποιον, [[φωνάζω]] [[υπέρ]] ή [[εναντίον]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικράζω:''' παρακ. <i>-κεκρᾱγα</i>, [[φωνάζω]] σε ή προς, <i>τινί</i>, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικράζω Medium diacritics: ἐπικράζω Low diacritics: επικράζω Capitals: ΕΠΙΚΡΑΖΩ
Transliteration A: epikrázō Transliteration B: epikrazō Transliteration C: epikrazo Beta Code: e)pikra/zw

English (LSJ)

   A shout to or at, τινί Luc.Anach.16 (pf. part. ἐπικεκρᾱγότες): aor. 1 inf. ἐπικράξαι Ps.-Luc.Philopatr.1.

German (Pape)

[Seite 952] (s. κράζω), zuschreien, τινί; ἐπικεκραγότες Luc. Anach. 16; ἐπικεκράχθω Poll. 5, 85.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικράζω: μέλλ. -κράξω ᾱ, κράζω πρός τινα, ἐπικεκραγότες τοῖς παλαίουσι Λουκ. Ἀνάχ. 16˙ ἀόρ. ἐπέκραξα Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 1.

French (Bailly abrégé)

ao. inf. ἐπικράξαι, pf. ἐπικέκραγα;
crier sur ou contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, κράζω.

Greek Monolingual

ἐπικράζω (Α) κράζω
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω προς κάποιον, φωνάζω υπέρ ή εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

ἐπικράζω: παρακ. -κεκρᾱγα, φωνάζω σε ή προς, τινί, σε Λουκ.