θεόπεμπτος: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[θεόπεμπτος]], -ον)<br />ο σταλμένος από τον θεό (ή τους θεούς), ο [[θεόσταλτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μοιραίος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπεράνθρωπος]], [[εξαιρετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεμπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέμπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>διά</i>-<i>πεμπτος</i>, <i>επί</i>-<i>πεμπτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[θεόπεμπτος]], -ον)<br />ο σταλμένος από τον θεό (ή τους θεούς), ο [[θεόσταλτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μοιραίος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπεράνθρωπος]], [[εξαιρετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεμπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέμπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>διά</i>-<i>πεμπτος</i>, <i>επί</i>-<i>πεμπτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεόπεμπτος:''' -ον ([[πέμπω]]), αυτός που έχει σταλθεί από θεό, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόπεμπτος Medium diacritics: θεόπεμπτος Low diacritics: θεόπεμπτος Capitals: ΘΕΟΠΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: theópemptos Transliteration B: theopemptos Transliteration C: theopemptos Beta Code: qeo/pemptos

English (LSJ)

ον,

   A sent by the gods, Arist.EN1099b15, Plb.32.15.14, D.H.1.14; ὄνειροι Ph.1.620, cf. Artem.1.6; ἀτυχία D.S.15.24; ἀγαθόν D.H.4.62.    2 superhuman, extraordinary, Longus 3.18.

German (Pape)

[Seite 1197] von Gott gesandt; Arist. Eth. 1, 9, 3;. ὄρνις D. Hal. 1, 14; ἕδη 1, 69; a. Sp., auch übh. außerordentlich, Long. past. 3, 18; Artem. 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

θεόπεμπτος: -ον, ὑπὸ τῶν θεῶν πεμφθείς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 3, Διον. Ἁλ. 1. 14∙ - ὑπεράνθρωπος, ἔκτακτος, Λόγγ. 3. 18, Ἀρτεμ. 1. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
envoyé par la divinité.
Étymologie: θεός, πέμπω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM θεόπεμπτος, -ον)
ο σταλμένος από τον θεό (ή τους θεούς), ο θεόσταλτος
νεοελλ.
μοιραίος
αρχ.
υπεράνθρωπος, εξαιρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πεμπτος (< πέμπω), πρβλ. διά-πεμπτος, επί-πεμπτος].

Greek Monotonic

θεόπεμπτος: -ον (πέμπω), αυτός που έχει σταλθεί από θεό, σε Αριστ.