λειόμιτος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειόμιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξομαλίζει τα νήματα του υφάσματος, που λειαίνει το [[στημόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> [[μίτος]] «[[κλωστή]] του στημονιού, [[νήμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>μιτος</i>, [[λεπτό]]-<i>μιτος</i>)].
|mltxt=[[λειόμιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξομαλίζει τα νήματα του υφάσματος, που λειαίνει το [[στημόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> [[μίτος]] «[[κλωστή]] του στημονιού, [[νήμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>μιτος</i>, [[λεπτό]]-<i>μιτος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λειόμῐτος:''' -ον, αυτός που ισιώνει τους μίτους του υφάσματος, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειόμῐτος Medium diacritics: λειόμιτος Low diacritics: λειόμιτος Capitals: ΛΕΙΟΜΙΤΟΣ
Transliteration A: leiómitos Transliteration B: leiomitos Transliteration C: leiomitos Beta Code: leio/mitos

English (LSJ)

ον,

   A smoothing the warp, κάμακες AP6.247 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 24] die Fäden des Gewebes glättend, glatt machend, κάμακες, Philp. 18 (VI, 247).

Greek (Liddell-Scott)

λειόμῐτος: -ον, ὁ λειαίνων τὸ στημόνιον, κάμαξ Ἀνθ. Π. 6. 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tend ou aplanit les fils d’une trame.
Étymologie: λεῖος, μίτος.

Greek Monolingual

λειόμιτος, -ον (Α)
αυτός που εξομαλίζει τα νήματα του υφάσματος, που λειαίνει το στημόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + μίτος «κλωστή του στημονιού, νήμα» (πρβλ. αμφί-μιτος, λεπτό-μιτος)].

Greek Monotonic

λειόμῐτος: -ον, αυτός που ισιώνει τους μίτους του υφάσματος, σε Ανθ.