ἐπικωλύω: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικωλύω]] (Α) [[κωλύω]]<br />[[παρεμποδίζω]], [[παρεμβάλλω]] εμπόδια.
|mltxt=[[ἐπικωλύω]] (Α) [[κωλύω]]<br />[[παρεμποδίζω]], [[παρεμβάλλω]] εμπόδια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικωλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[εμποδίζω]], [[κωλύω]], [[αναχαιτίζω]], [[ανακόπτω]], σε Σοφ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικωλύω Medium diacritics: ἐπικωλύω Low diacritics: επικωλύω Capitals: ΕΠΙΚΩΛΥΩ
Transliteration A: epikōlýō Transliteration B: epikōlyō Transliteration C: epikolyo Beta Code: e)pikwlu/w

English (LSJ)

   A hinder, check, ἀλλήλους X.Oec.8.4; τίς . . μ' οὑπικωλύσων τάδε; S.Ph.1242; τὸ ἔργον IG7.3073.35 (Lebad.); τὸν ἐργώνην ib.45: abs., to be a hindrance, Th.6.17:—Pass., PPetr.3p.109 (iii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 955] verhindern, hinderlich sein, τίς ἔσται μ' ὁὐπικωλύσων τάδε; Soph. Phil. 1226, wer wird mich daran verhindern? τὰ ἐνθάδε οὐκ ἐπικωλύσει Thuc. 6, 17. Vgl. noch das Vorige.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικωλύω: μέλλ. -ύσω ῡ, κωλύω, παρεμβάλλω ἐμπόδιον, Θουκ. 6. 17· ἀλλήλους Ξεν. Οἰκ. 8, 4· κωλύω εἴς τι, τίς ἔσται μ’οὑπικωλύσων τάδε; Σοφ. Φ. 1242.

French (Bailly abrégé)

empêcher : τινά τι qqn de faire qch.
Étymologie: ἐπί, κωλύω.

Greek Monolingual

ἐπικωλύω (Α) κωλύω
παρεμποδίζω, παρεμβάλλω εμπόδια.

Greek Monotonic

ἐπικωλύω: μέλ. -ύσω [ῡ], εμποδίζω, κωλύω, αναχαιτίζω, ανακόπτω, σε Σοφ., Θουκ.