χαλκεομήστωρ: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(46) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ορός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[έμπειρος]] στα χάλκινα όπλα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χαλκεομήστορος<br />ἰσχυρόφρονος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>χαλκ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -[[μήστωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[μήστωρ]] <span style="color: red;"><</span> [[μήδομαι]] «[[σκέπτομαι]], [[συλλογίζομαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δορι</i>-[[μήστωρ]], <i>θεο</i>-[[μήστωρ]]. | |mltxt=-[[ορός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[έμπειρος]] στα χάλκινα όπλα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χαλκεομήστορος<br />ἰσχυρόφρονος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>χαλκ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -[[μήστωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[μήστωρ]] <span style="color: red;"><</span> [[μήδομαι]] «[[σκέπτομαι]], [[συλλογίζομαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δορι</i>-[[μήστωρ]], <i>θεο</i>-[[μήστωρ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χαλκεομήστωρ:''' -ορος, ὁ, αυτός που έχει [[πείρα]] στα όπλα, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A skilled in arms, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, restored by Burges in E.Tr.271 (lyr.) from Hsch. (χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος, i. e. χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεομήστωρ: ὁ, πεπειραμένος εἰς τὰ ὅπλα, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Burges ἐν Εὐρ. Τρῳ. 271, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (παρ’ ᾧ φέρεται «χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος»)· τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χακλεομίτορος· ― πρβλ. δοριμήστωρ ἐντεσιμήστωρ.
French (Bailly abrégé)
οροσ (ὁ) :
à la volonté d’airain.
Étymologie: χαλκός, μήδομαι.
Greek Monolingual
-ορός, ὁ, Α
1. ο έμπειρος στα χάλκινα όπλα
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκεομήστορος
ἰσχυρόφρονος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -μήστωρ (< μήστωρ < μήδομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι»), πρβλ. δορι-μήστωρ, θεο-μήστωρ.
Greek Monotonic
χαλκεομήστωρ: -ορος, ὁ, αυτός που έχει πείρα στα όπλα, σε Ευρ.