περίστυλος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[περίστυλος]], -ον ΝΑ [[στύλος]]<br /><b>1.</b> (για οικοδομήματα) αυτός που περιβάλλεται από [[κιονοστοιχία]], [[περίπτερος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το περίστυλο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>αρχιτ.</b> [[συγκρότημα]] από [[σειρά]] ή σειρές κιόνων που περιβάλλουν ένα [[οικοδόμημα]], [[κυρίως]] ναό ή αυλές οικοδομημάτων, με τη [[μορφή]] στοάς, αλλ. [[περιστύλιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[περίστυλος]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] ορχεοειδών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[περίστυλος]]<br />[[χώρος]] περιβαλλόμενος από [[κιονοστοιχία]].
|mltxt=-ο / [[περίστυλος]], -ον ΝΑ [[στύλος]]<br /><b>1.</b> (για οικοδομήματα) αυτός που περιβάλλεται από [[κιονοστοιχία]], [[περίπτερος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το περίστυλο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>αρχιτ.</b> [[συγκρότημα]] από [[σειρά]] ή σειρές κιόνων που περιβάλλουν ένα [[οικοδόμημα]], [[κυρίως]] ναό ή αυλές οικοδομημάτων, με τη [[μορφή]] στοάς, αλλ. [[περιστύλιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[περίστυλος]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] ορχεοειδών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[περίστυλος]]<br />[[χώρος]] περιβαλλόμενος από [[κιονοστοιχία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίστῡλος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει κίονες, στύλους γύρω στον τοίχο, αυτός που περιβάλλεται από [[περιστύλιο]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[περίστυλον]], <i>τό</i> ή [[περίστυλος]], <i>ὁ</i>, [[περιστύλιο]], [[κιονοστοιχία]] γύρω από ναό ή από [[αυλή]] οικίας, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστυλος Medium diacritics: περίστυλος Low diacritics: περίστυλος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: perístylos Transliteration B: peristylos Transliteration C: peristylos Beta Code: peri/stulos

English (LSJ)

ον,

   A surrounded with a colonnade, αὐλή Hdt.2.148, 153, Muson.Fr.19p.108H., Aphth.Prog.12 ; δόμοι E.Andr.1099; σῦριγξ Callix.2 ; ναὸς στοαῖς . . περίστυλος Paus.6.25.1.    II Subst. περίστῡλον, τό, peristyle, colonnade round a temple or round the court of a house, LXXEz.42.3 (pl.), D.S.18.26, IG5(2).268.50 (Mantinea, i B. C.), J.BJ1.21.11 (pl.) ; also, area surrounded by a colonnade, LXX 3 Ma.5.23,al.:—so περίστῡλος, ὁ, D.S.1.48 : gender indeterminate in IG42(1).109ii 132, al. (Epid., pl.), Callix.2, Plb.10.27.10 (pl.), 15.25A.3, D.S.1.47, Plu.Arat.26, 2.586b.

German (Pape)

[Seite 595] mit Säulen außerhalb der Mauer oder mit einer Gallerie umgeben; αὐλή, Her. 2, 148. 153; δόμοι, Eur. Andr. 1100; vgl. Poll. 1, 78; subst., D. Sic. 1, 48.

Greek (Liddell-Scott)

περίστῡλος: -ον, ὁ ἔχων κύκλῳ στύλους, ὁ περιβαλλόμενος διὰ στύλων, αὐλὴ Ἡρόδ. 2. 148, 153· δόμοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1099· ναὸς στοαῖς… περίστυλος Παυσ. 6. 24. 10. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίστυλον, τό, Λατ. peristylum ἢ -stylium, σειρὰ κιόνων πέριξ ναοῦ ἢ περὶ τὴν αὐλὴν οἰκίας, Διόδ. 18. 26, Πλούτ., κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ τόπου περιβαλλομένου ὑπὸ κιόνων, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Ε΄, 23), ἴδε Sturz. Μακ. Διαλ. σελ. 80 κἑξ.· ― οὕτω περίστυλος,ὁ, Διόδ. 1. 48, ἢ ἡ, Πολύβ. 10, 27, 10· ― τὸ γένος μένει ἀόριστον ἐν Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204F, Διοδ. 1. 47, Πλουτ. Ἄρατ. 26., 2. 586Β· ― ἴδε ἐν Λεξικῷ Ἀρχαιοτ. 425.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré de colonnes, d’une galerie ; τὸ περίστυλον, ὁ περίστυλος, ἡ περίστυλος péristyle, galerie ou colonnade autour d’un temple, d’une cour ou d’un édifice en gén.
Étymologie: περί, στῦλος.

Greek Monolingual

-ο / περίστυλος, -ον ΝΑ στύλος
1. (για οικοδομήματα) αυτός που περιβάλλεται από κιονοστοιχία, περίπτερος
2. το ουδ. ως ουσ. το περίστυλο(ν)
αρχιτ. συγκρότημα από σειρά ή σειρές κιόνων που περιβάλλουν ένα οικοδόμημα, κυρίως ναό ή αυλές οικοδομημάτων, με τη μορφή στοάς, αλλ. περιστύλιο
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η περίστυλος
βοτ. γένος ορχεοειδών φυτών
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. περίστυλος
χώρος περιβαλλόμενος από κιονοστοιχία.

Greek Monotonic

περίστῡλος: -ον, I. αυτός που έχει κίονες, στύλους γύρω στον τοίχο, αυτός που περιβάλλεται από περιστύλιο, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. ως ουσ., περίστυλον, τό ή περίστυλος, , περιστύλιο, κιονοστοιχία γύρω από ναό ή από αυλή οικίας, σε Πλούτ.