δυσμεταχείριστος: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσμεταχείριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[πράγμα]]) αυτός τον οποίο δύσκολα μεταχειρίζεται [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) όποιος δύσκολα μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δύσκολα προσβάλλεται, ο [[δυσπρόσβλητος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δυσμεταχείριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[πράγμα]]) αυτός τον οποίο δύσκολα μεταχειρίζεται [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) όποιος δύσκολα μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δύσκολα προσβάλλεται, ο [[δυσπρόσβλητος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσμεταχείριστος:''' -ον ([[μεταχειρίζω]]), [[δύσκολος]] στον χειρισμό, στη [[χρήση]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to manage, παῖς Pl.Lg.808d (Sup.), cf. Plu.Mar.37, al., Aen. Tact.39.7; ζῷα Ael.NA4.44; δίκτυα X.Cyn.2.6. 2 hard to attack, στρατός Hdt.7.236, J.BJ1.7.1; of the tortoise's shell, Hierocl. p.13 A.
German (Pape)
[Seite 684] schwer zu handhaben; στρατὸς ναυτικός Her. 7, 256, d. i. schwer anzugreifen; δίκτυα Xen. Cyn. 2, 6; übertr., παῖς Plat. Legg. VII, 808 d; Sp., wie Ael. N. A. 4, 44.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμεταχείριστος: -ον, δυσκολομεταχείριστος, παῖς Πλάτ. Νόμ. 808D· δίκτυα Ξεν. Κυν. 2, 6· ― δυσπρόσβλητος, στρατὸς Ἡρόδ. 7. 236.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à manier (filet) ; fig. intraitable;
2 difficile à attaquer.
Étymologie: δυσ-, μεταχειρίζω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de cosas difícil de manejar o manipular ἁλύσεις Aen.Tact.39.7, δίκτυα ... ἐὰν δὲ ᾖ μείζω X.Cyn.2.5, del caparazón de la tortuga, Hierocl.2.24
•de pers. Μάριον βαρὺν ... καὶ δυσμεταχείριστον οἰκέται δύο ... ἐξάραντες Plu.Mar.37.
2 difícil, dificultoso (διῶρυξ) δυσμεταχείριστον ἔχουσα τὸ στόμα Str.16.1.11
•en cont. bélicos difícil de atacar, inabordable ὁ ναυτικὸς στρατός Hdt.7.236, τήν τε ὀχυρότητα τῶν τειχῶν δυσμεταχείριστον ὁρῶν I.BI 1.141
•difícil de herir, inalcanzable c. dat. τοῖς ... παίουσι δ. de un general cubierto por su armadura, Plu.Arist.14.
II fig.
1 difícil de someter a disciplina, indócil de pers. παῖς Pl.Lg.808d, γυνή Aristaenet.1.17.25, de soldados διὰ ... ἀναρχίας δυσμεταχειρίστων γεγονότων Plu.Luc.7, cf. Brut.46
•intratable κόλαξ Plu.2.61c, ἐχθρός Plu.2.86f, de un amigo pedante, Arr.Epict.2.15.14, de anim., Ael.NA 4.44
•inasequible, difícil de persuadir c. dat. δ. λόγῳ Them.Or.34.460.
2 difícil de tratar, complejo de abstr., de un tema ἡ κληρονομία D.C.44.53.5, cf. Vett.Val.365.1, op. εὐεργής M.Ant.7.68, ὁ διδασκαλικὸς λόγος Gr.Nyss.M.46.313C, πρᾶγμα Synes.Ep.66 (p.106), ἡ θεραπεία Posidon. en Aët.6.21
•neutr. subst. τὸ δ. la complejidad τῶν πραγμάτων D.C.53.9.6.
3 de enfermedades, suturas difícil de curar (τὸ πάθος) χρόνιον Gal.19.710, γαστρορραφίαι Gal.10.412, cf. 6.428.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσμεταχείριστος, -ον)
1. (για πράγμα) αυτός τον οποίο δύσκολα μεταχειρίζεται κανείς
2. (για πρόσ.) όποιος δύσκολα μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί
αρχ.
εκείνος που δύσκολα προσβάλλεται, ο δυσπρόσβλητος.
Greek Monotonic
δυσμεταχείριστος: -ον (μεταχειρίζω), δύσκολος στον χειρισμό, στη χρήση, σε Ηρόδ.