φλαυρουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(45)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που κατασκευάζει πράγματα ανάξια λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλαῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που κατασκευάζει πράγματα ανάξια λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλαῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φλαυρουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που δουλεύει άσχημα, ἀνὴρ [[φλαυρουργός]], [[άθλιος]] [[εργάτης]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλαυρουργός Medium diacritics: φλαυρουργός Low diacritics: φλαυρουργός Capitals: ΦΛΑΥΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: phlaurourgós Transliteration B: phlaurourgos Transliteration C: flavrourgos Beta Code: flaurourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A working badly, φλαυρουργοῦ τινος . . ἀνδρός of some sorry workman, S.Ph.35.

Greek (Liddell-Scott)

φλαυρουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κακῶς ἐργαζόμενος, φλαυρουργοῦ τινος... ἀνδρός, ἀθλίου τινὸς ἐργάτου, Σοφ. Φιλ. 35.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
mauvais artisan.
Étymologie: φλαῦρος, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που κατασκευάζει πράγματα ανάξια λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλαῦρος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μεγαλ-ουργός].

Greek Monotonic

φλαυρουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που δουλεύει άσχημα, ἀνὴρ φλαυρουργός, άθλιος εργάτης, σε Σοφ.