σαγηνεύω: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(36) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[σαγήνη]]<br />[[παρασύρω]] κάποιον δελεάζοντάς τον, [[θέλγω]], [[γοητεύω]] (α. «τον σαγήνευσαν τα [[κάλη]] της» β. «συλλήψεσθαι σαγηνεύσας ἐπὶ τῆς εὐνῆς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αλιεύω]] με το [[δίχτυ]] [[σαγήνη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[διώχνω]] [[μαζί]] σε ένα [[μέρος]] όλους τους κατοίκους μιας χώρας σχηματίζοντας στρατιωτική [[γραμμή]] («ὡς ἑκάστην αἱρέοντες οἱ βάρβαροι ἐσαγήνευον τοὺς ἀνθρώπους», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[ερημώνω]] έναν [[τόπο]] («ὡς συνάψαντες... τὰς χεῑρας σαγηνεύσαιεν πᾱσαν τὴν Ἐρετρικὴν oἱ στρατιῶται τοῡ Δάτιδος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[συλλαμβάνω]], [[αιχμαλωτίζω]], [[παγιδεύω]]. | |mltxt=ΝΑ [[σαγήνη]]<br />[[παρασύρω]] κάποιον δελεάζοντάς τον, [[θέλγω]], [[γοητεύω]] (α. «τον σαγήνευσαν τα [[κάλη]] της» β. «συλλήψεσθαι σαγηνεύσας ἐπὶ τῆς εὐνῆς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αλιεύω]] με το [[δίχτυ]] [[σαγήνη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[διώχνω]] [[μαζί]] σε ένα [[μέρος]] όλους τους κατοίκους μιας χώρας σχηματίζοντας στρατιωτική [[γραμμή]] («ὡς ἑκάστην αἱρέοντες οἱ βάρβαροι ἐσαγήνευον τοὺς ἀνθρώπους», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[ερημώνω]] έναν [[τόπο]] («ὡς συνάψαντες... τὰς χεῑρας σαγηνεύσαιεν πᾱσαν τὴν Ἐρετρικὴν oἱ στρατιῶται τοῡ Δάτιδος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[συλλαμβάνω]], [[αιχμαλωτίζω]], [[παγιδεύω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σᾰγηνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πιάνω]] ψάρια με αλιευτικό μεγάλο [[δίχτυ]] ([[σαγήνη]]), [[ψαρεύω]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[σαρώνω]], όπως αν χρησιμοποιούσα αλιευτικό [[δίχτυ]], δηλ. [[καταδιώκω]] σχηματίζοντας στρατιωτική [[παράταξη]], [[εκδιώκω]] τον πληθυσμό από την [[έκταση]] μιας χώρας πορευόμενος [[εναντίον]] της, πρακτική των Περσών, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., <i>σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A surround and take fish with a drag-net (σαγήνη), Lib.Or.11.258: metaph., sweep the whole population off the face of a country by forming a line and marching over it, a Persian practice, σ. ἀνθρώπους Hdt.6.31, Str.10.1.10, cf. D.L.3.33 (Pass.); ὥσπερ ἐν δικτύοις σεσαγηνευμένοι Hdn.4.9.6; σ. Σάμον sweep it clear of men, Hdt.3.149; so [ὡς] συνάψαντες . . τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος Pl.Lg.698d, cf. App.Mith.67, Philostr.VA1.23. 2 generally, catch as in a net, [σοφισταὶ] σ. τὼς νέως Lysis ap.Iamb.VP17.76, cf. Luc.Tim.25; σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι AP11.52, cf. Hld.1.9; of Ares and Aphrodite, Luc.Gall.3, DDeor.15.3.
German (Pape)
[Seite 857] eine Menge Fische mit dem großen Fangnetze, σαγήνη einfangen; auch das Wild mit Stellnetzen, Garnen fangen, Luc. D. D. 15, 3 Tim. 25; übertr. von Menschen, sie wie wilde Thiere zusammentreiben, um sie zu fangen, Her. 3, 149. 6, 31, der das Wort in diesem Sinne aber nur von den Persern braucht, wie auch Plat. Legg. III, 698 d: ὡς συνάψαντες τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος; vgl. Polem. 2, 56; – σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι, Ep. ad. 32 (XII, 52).
Greek (Liddell-Scott)
σᾰγηνεύω: περικλείω καὶ ἀγρεύω ἰχθῦς διὰ τοῦ συρομένου δικτύου (σαγήνη), Φιλόστρ. 29, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 3, Θεῶν Διάλ. 15. 3. ΙΙ. μεταφορ., ἐκδιώκω πάντας τοὺς κατοίκους χώρας τινὸς σχηματίσας στρατιωτικὴν γραμμὴν καὶ οὕτως ἐπιτρέχων τὴν χώραν, Περσικὴ συνήθεια, σ. ἀνθρώπους Ἡρόδ. 6. 31, Στράβ 448, Διογ. Λ. 3. 33· σ. ὥσπερ ἐν δικτύοις Ἡρῳδιαν. 4. 9· σ. Σάμον, ἐρημώνω αὐτὴν ἀπὸ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 3. 149· οὕτως, [ὡς] συνάψαντες ... τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος Πλάτ. Νόμ. 698D· πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 67. 2) καθόλου, συλλαμβάνω ὡς ἐν δικτύῳ, σοφισταὶ σαγ. τὼς νεὼς Λῦσις παρ’ Ἰαμβλίχ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 76, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 25· σαγηνευθεὶς ὑπ’ ἔρωτι Ἀνθ. Π. 11. 52, πρβλ. Ἡλιόδ. 1. 9. 3) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., συλλαμβάνω ζῶντα, σῴζω, ὡς τὸ ζωγρέω ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.
French (Bailly abrégé)
1 pêcher à la seine;
2 fig. prendre comme dans un filet.
Étymologie: σαγήνη.
Greek Monolingual
ΝΑ σαγήνη
παρασύρω κάποιον δελεάζοντάς τον, θέλγω, γοητεύω (α. «τον σαγήνευσαν τα κάλη της» β. «συλλήψεσθαι σαγηνεύσας ἐπὶ τῆς εὐνῆς», Λουκιαν.)
αρχ.
1. αλιεύω με το δίχτυ σαγήνη
2. μτφ. α) διώχνω μαζί σε ένα μέρος όλους τους κατοίκους μιας χώρας σχηματίζοντας στρατιωτική γραμμή («ὡς ἑκάστην αἱρέοντες οἱ βάρβαροι ἐσαγήνευον τοὺς ἀνθρώπους», Ηρόδ.)
β) ερημώνω έναν τόπο («ὡς συνάψαντες... τὰς χεῑρας σαγηνεύσαιεν πᾱσαν τὴν Ἐρετρικὴν oἱ στρατιῶται τοῡ Δάτιδος», Ηρόδ.)
γ) συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω, παγιδεύω.
Greek Monotonic
σᾰγηνεύω: μέλ. -σω,
I. πιάνω ψάρια με αλιευτικό μεγάλο δίχτυ (σαγήνη), ψαρεύω, σε Λουκ.
II. σαρώνω, όπως αν χρησιμοποιούσα αλιευτικό δίχτυ, δηλ. καταδιώκω σχηματίζοντας στρατιωτική παράταξη, εκδιώκω τον πληθυσμό από την έκταση μιας χώρας πορευόμενος εναντίον της, πρακτική των Περσών, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι, σε Ανθ.