μαλακότης: Difference between revisions

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />mollesse ; <i>au mor.</i> faiblesse.<br />'''Étymologie:''' [[μαλακός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />mollesse ; <i>au mor.</i> faiblesse.<br />'''Étymologie:''' [[μαλακός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰλᾰκότης:''' -ητος, ἡ, = [[μαλακία]]·<br /><b class="num">I.</b> [[απαλότητα]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αδυναμία]], [[εκθήλυνση]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:42, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκότης Medium diacritics: μαλακότης Low diacritics: μαλακότης Capitals: ΜΑΛΑΚΟΤΗΣ
Transliteration A: malakótēs Transliteration B: malakotēs Transliteration C: malakotis Beta Code: malako/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A softness, opp. σκληρότης, Pl.R.523e, Tht.186b, Arist.Mete.382a9, al.; ἡ μ. ὕπνος Herod.6.71; μ. ἱματίων D.L.5.67: in pl., Pl.Cra.432b.    2 of climate, mildness, Thphr.HP3.5.4.    II weakness, effeminacy, Plu.Oth.9.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακία, ἰδιότης τοῦ μαλακοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σκληρότης, Πλάτ. Πολ. 523Ε, Θεαίτ. 186Β, Ἀριστ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Κρατ. 432Β. ΙΙ. ἀδυναμία, ἀσθένεια, ἐκθήλυνσις, Πλουτ. Ὄθων 9.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
mollesse ; au mor. faiblesse.
Étymologie: μαλακός.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακία·
I. απαλότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. αδυναμία, εκθήλυνση, σε Πλούτ.