παρείρω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[παρεμβάλλω]], [[παρενείρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἴρω]] (Ι) «[[συναρμόζω]], [[συμπλέκω]]»].
|mltxt=Α<br />[[παρεμβάλλω]], [[παρενείρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἴρω]] (Ι) «[[συναρμόζω]], [[συμπλέκω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρείρω:''' μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">I.</b> [[προσδένω]] [[πλαγίως]], [[εισάγω]], σε Ξεν.· <i>νόμους παρείρων</i>, εάν προσθέσει την [[φρούρηση]] των νόμων, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρείρω Medium diacritics: παρείρω Low diacritics: παρείρω Capitals: ΠΑΡΕΙΡΩ
Transliteration A: pareírō Transliteration B: pareirō Transliteration C: pareiro Beta Code: parei/rw

English (LSJ)

(εἴρω A)

   A thread in, insert, παρείρας πλεκτάνην A.Fr. 281.3 ; οὐδ' ἂν τρίχα, μὴ ὅτι λόγον π. X.Smp.6.2 ; τὴν χεῖρα Plb. 18.18.13 ; νόμους παρείρων is corrupt in S.Ant.368 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 512] (εἴρω), daneben od. dabei anreihen, einschieben; Aesch. frg. 267; μεταξὺ τοῦ ὑμᾶς λέγειν οὐδ' ἂν τρίχα μὴ ὅτι λόγον ἄν τις παρείρειεν, Xen. Conv. 6, 2; Pol. 18, 1, 13; Ath. V, 190 a.

Greek (Liddell-Scott)

παρείρω: προσδένω ἢ πλέκω πλησίον, παρενείρω, πλεκτάνην Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280· οὐδ᾿ ἂν τρίχα, μὴ ὅτι λόγον Ξεν Συμπ. 6, 2· τὴν χεῖρα Πολύβ. 18. 1, 13 ― νόμους παρείρων, ἐν Σοφ. Ἀντ. 368, φαίνεται ἐφθαρμ.· ὁ Reiske προὔτεινε γεραίρων, ὁ Schäf. γὰρ αἴρων, κλ. ― Ὁ Jebb περεδέξατο καὶ εἰσήγαγεν εἰς τὸ κείμενον τὴν διόρθωσιν τοῦ Reiske ἢν θεωρεῖ βεβαίαν· ὁ δὲ ἡμέτερος Σεμιτέλος εἴκασε: παροίκων.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
insérer de côté ; introduire doucement ; mêler, confondre.
Étymologie: παρά, εἴρω.

Greek Monolingual

Α
παρεμβάλλω, παρενείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἴρω (Ι) «συναρμόζω, συμπλέκω»].

Greek Monotonic

παρείρω: μόνο στον ενεστ.,
I. προσδένω πλαγίως, εισάγω, σε Ξεν.· νόμους παρείρων, εάν προσθέσει την φρούρηση των νόμων, σε Σοφ.