θρόος: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source
(17)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θρόος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[θρους]].
|mltxt=[[θρόος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[θρους]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρόος:''' Αττ. θροῦς, ὁ ([[θρέομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θόρυβος]] σαν από πολλές φωνές, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για μουσικούς ήχους, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[θόρυβος]] του πλήθους, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[δήλωση]], [[φήμη]], όπως το Λατ. [[rumor]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρόος Medium diacritics: θρόος Low diacritics: θρόος Capitals: ΘΡΟΟΣ
Transliteration A: thróos Transliteration B: throos Transliteration C: throos Beta Code: qro/os

English (LSJ)

Att. θροῦς, ὁ, (θρέομαι)

   A noise as of many voices, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θ. Il.4.437; poet. of musical sounds, πολύφατος θ. ὕμνων Pi.N.7.81; θ. αὐλῶν Epic. ap. Plu.2.654f.    2 murmur of a crowd or assembly, Th.4.66, 8.79, D.H.6.57, etc.    II report, rumour, X.Cyr.6.1.37, Plu.Galb.26, D.C.44.18.

German (Pape)

[Seite 1220] ὁ (θρέω), att. zsgz. θροῦς, lautes Rufen; οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος, ἀλλὰ γλῶσσ' ἐμέμικτο Il. 4, 437; Pind. πολύφατος θρόος ὑμνων, lauter Schall, N. 7, 81, wie ἠχήεις θρ. αὐλῶν p. bei Plut. Symp. 3, 6, 4. Bei Xen. Hell. 6, 5, 35 heimliches Gemurmel einer Menge, womit Thuc. 4, 66. 8, 79 zu vgl.; θροῦς τις τοιοῦτος διῆλθε, ein Gerücht verbreitete sich, Xen. Cyr. 6, 1, 37, wie D. ^^al. 6, 57; Plut. Galb. 26 u. D. C. oft.

Greek (Liddell-Scott)

θρόος: Ἀττ. θροῦς, ὁ, (θρέομαι) θόρυβος ὡς πολλῶν φωνῶν, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος Ἰλ. Δ. 437· - ποιητ. ἐπὶ μουσικῆς ἤχων, πολύφατος θρόος ὕμνων Πίνδ. Ν. 119· θρ. αὐλῶν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 654F. 2) ὁ θόρυβος, γογγυσμὸς δυσηρεστημένου πλήθους, Θουκ. 4. 66., 7. 78., 8. 79, κτλ. ΙΙ. φήμη, Λατ. rumor, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 37.

French (Bailly abrégé)

-οῦς, όου-οῦ (ὁ) :
bruit confus, particul. :
1 bruit de voix;
2 bruit d’un instrument;
3 murmure d’une assemblée, tumulte;
4 rumeur, nouvelle confuse : θρόος διῆλθε ὡς PLUT le bruit se répandit que.
Étymologie: θρέω.

English (Autenrieth)

speech, tongue, Il. 4.437†.

English (Slater)

θρόος
   1 murmur (of voices), music ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ (Er. Schmid: ὕμνων θρόον codd.) (N. 7.81) ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς (Pae. 9.36)

Greek Monolingual

θρόος, ὁ (Α)
βλ. θρους.

Greek Monotonic

θρόος: Αττ. θροῦς, ὁ (θρέομαι),
I. 1. θόρυβος σαν από πολλές φωνές, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για μουσικούς ήχους, σε Πίνδ.
2. ο θόρυβος του πλήθους, σε Θουκ.
II. δήλωση, φήμη, όπως το Λατ. rumor, σε Ξεν.