πίεσμα: Difference between revisions
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[πίασμα]] Α [[πιέζω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] της πίεσης, [[καθετί]] που προέρχεται από [[πίεση]], [[κάθε]] πεπιεσμένο («[[πίεσμα]] μυροβαλάνου» — η [[μάζα]] του μυροβαλάνου που απομένει [[μετά]] τη σύνθλιψή του, <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[άλλος]] [[τύπος]] του όρου της βυζαντινής μουσικής [[πίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ πιέσματα</i><br />πίτες που παρασκεύαζαν από πεπιεσμένες ελιές<br /><b>2.</b> το [[υγρό]] που προέρχεται από [[πίεση]] ή [[σύνθλιψη]]<br /><b>3.</b> η [[πίεση]] («δακτύλου πιέσματι», Εύβουλ.). | |mltxt=το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[πίασμα]] Α [[πιέζω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] της πίεσης, [[καθετί]] που προέρχεται από [[πίεση]], [[κάθε]] πεπιεσμένο («[[πίεσμα]] μυροβαλάνου» — η [[μάζα]] του μυροβαλάνου που απομένει [[μετά]] τη σύνθλιψή του, <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[άλλος]] [[τύπος]] του όρου της βυζαντινής μουσικής [[πίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ πιέσματα</i><br />πίτες που παρασκεύαζαν από πεπιεσμένες ελιές<br /><b>2.</b> το [[υγρό]] που προέρχεται από [[πίεση]] ή [[σύνθλιψη]]<br /><b>3.</b> η [[πίεση]] («δακτύλου πιέσματι», Εύβουλ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πίεσμα:''' -ατος, τό ([[πιέζω]]), [[πίεση]], [[συμπίεση]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, Dor. and later Gr. πίασμα, τό,
A anything pressed: 1 pulpy mass left after pressing, pomace, μυροβαλάνου Gal.10.911, Gp.20.28 : pl., of cakes of olive-pulp, PSI9.1030.11 (ii A. D., in form πιάσματα). 2 juice pressed out, Dsc.1.78. II = πίεσις, δακτύλου πιέσματι Eub.75.11 (πιάσματι codd.Ath.), cf.AP12.41 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 613] τό, 1) das Gedrückte, Gepreßte, sowohl der herausgedrückte Saft, als die ausgepreßte, trockne, übrig gebliebene Masse, Trestern, Sp. – 2) = πίεσις, Mel. 49 (XII, 41).
Greek (Liddell-Scott)
πίεσμα: Δωρ. καὶ μεταγεν. Ἀττ. πίασμα, τό, (πιέζω) τὸ πιεσθέν: ἢ ἡ μαλακὴ μᾶζα ἡ ὑπολειπομένη μετὰ τὴν πίεσιν, Γεωπ. 20. 28· ἢ ὁ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέων χυμός, Διοσκ. 1. 106· ἴδε Foës Oecon. ΙΙ. = πίεσις, δακτύλου πιάσματι Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 11, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 41.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. 1 ce qu’on presse, masse pressée;
2 jus ou suc exprimé;
II. pression.
Étymologie: πιέζω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πίασμα Α πιέζω
το αποτέλεσμα της πίεσης, καθετί που προέρχεται από πίεση, κάθε πεπιεσμένο («πίεσμα μυροβαλάνου» — η μάζα του μυροβαλάνου που απομένει μετά τη σύνθλιψή του, Γαλ.)
νεοελλ.-μσν.
άλλος τύπος του όρου της βυζαντινής μουσικής πίασμα
αρχ.
1. στον πληθ. τὰ πιέσματα
πίτες που παρασκεύαζαν από πεπιεσμένες ελιές
2. το υγρό που προέρχεται από πίεση ή σύνθλιψη
3. η πίεση («δακτύλου πιέσματι», Εύβουλ.).