προτρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή, ό / [[προτρεπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προτρέπω]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερεθιστικός]], [[διεγερτικός]] («[[ἔδεσμα]] γάλακτος προτρεπτικόν», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Προτρεπτικός</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους, του Επικούρου <b>κ.α.</b><br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προτρεπτικὴ [[σοφία]]» — η [[ρητορική]] [[τέχνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προτρεπτικώς</i> / <i>προτρεπτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προτρεπτικά</i> Ν<br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο προτρεπτικό, παρορμητικό<br /><b>2.</b> πειστικά.
|mltxt=ή, ό / [[προτρεπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προτρέπω]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερεθιστικός]], [[διεγερτικός]] («[[ἔδεσμα]] γάλακτος προτρεπτικόν», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Προτρεπτικός</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους, του Επικούρου <b>κ.α.</b><br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προτρεπτικὴ [[σοφία]]» — η [[ρητορική]] [[τέχνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προτρεπτικώς</i> / <i>προτρεπτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προτρεπτικά</i> Ν<br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο προτρεπτικό, παρορμητικό<br /><b>2.</b> πειστικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προτρεπτικός:''' -ή, -όν, [[παραινετικός]] ἡ προτρεπτικὴ [[σοφία]], [[ρητορική]] [[ικανότητα]] ή [[δεξιότητα]], σε Πλάτ.· [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν, σε Αισχίν.· επίρρ. -[[κῶς]], πειστικά, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτρεπτικός Medium diacritics: προτρεπτικός Low diacritics: προτρεπτικός Capitals: ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: protreptikós Transliteration B: protreptikos Transliteration C: protreptikos Beta Code: protreptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A hortatory, λόγοι Isoc.1.3, cf. Phld.Po.5 Fr.1, IG22.2291a.4, etc.; ἡ π. σοφία skill in oratory, Pl. Euthd.278c, cf. Chrysipp.Stoic.3.189; π. (sc. λόγος), ὁ, title of works by Aristotle, Epicurus, Cleanthes, etc.: Comp., οὐδὲν -κώτερον Arr. Epict.3.23.36: Sup., κήρυγμα -κώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin.3.154. Adv. -κῶς encouragingly, Luc.Somn.3.    2 generally, exciting, stimulating, ἐς οὔρησιν Hp.Acut.59; γάλακτος Gp.12.13.2.

German (Pape)

[Seite 793] ή, όν, erweckend, ermahnend, aufregend; λόγος, Plat. Euthyd. 282 d; Isocr. 1, 3; πρὸς ἀρετὴν προτρεπτικώτατος, Aesch. 3, 154; – adv., οὐ προτρεπτικῶς κατήρξατό μου, Luc., omn. 3.

Greek (Liddell-Scott)

προτρεπτικός: -ή, -όν, ὁ χάριν προτροπῆς γενόμενος, ὁ προτρέπων εἴς τι, λόγοι Ἰσοκρ. 1C. κτλ.· ἡ πρ. σοφία, ἡ ῥητορικὴ τέχνηδεξιότης, Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C ― Ἐπίρρ. -κῶς, πειστικῶς, Λουκ. Ἐνύπν. 3. 2) καθόλου, ὁ παρακινῶν, διερεθίζων, διεγερτικός, εἰς οὔρησιν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετὴν Αἰσχίν. 75. 30.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut pousser en avant ou stimuler, persuasif, avec πρός et l’acc.;
Sp. προτρεπτικώτατος.
Étymologie: προτρέπω.

Greek Monolingual

ή, ό / προτρεπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προτρέπω
1. ο κατάλληλος στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.)
αρχ.
1. ερεθιστικός, διεγερτικόςἔδεσμα γάλακτος προτρεπτικόν», Γεωπ.)
2. ως κύριο όν. Προτρεπτικός
τίτλος έργου του Αριστοτέλους, του Επικούρου κ.α.
3. φρ. «προτρεπτικὴ σοφία» — η ρητορική τέχνη.
επίρρ...
προτρεπτικώς / προτρεπτικῶς ΝΑ, και προτρεπτικά Ν
1. κατά τρόπο προτρεπτικό, παρορμητικό
2. πειστικά.

Greek Monotonic

προτρεπτικός: -ή, -όν, παραινετικός ἡ προτρεπτικὴ σοφία, ρητορική ικανότητα ή δεξιότητα, σε Πλάτ.· κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν, σε Αισχίν.· επίρρ. -κῶς, πειστικά, σε Λουκ.