ἤλυσις: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἤλυσις]], ἡ (Α)<br />[[οδός]], [[πορεία]] («βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῑσα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί [[έλευσις]] από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>ελυθ</i>-) του θ. <i>ελευθ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ελεύσομαι</i>, μέλλ. του [[ελεύθω]] «[[έρχομαι]]»). Η [[έκταση]] του αρχ. φωνήεντος (<i>η</i>-) πιθ. να οφείλεται σε [[επίδραση]] του <i>ελ</i>-<i>ήλυθ</i>-<i>α</i> ή σε [[σύνθετα]] του τύπου <i>εν</i>-<i>ηλύσια</i>, <i>επ</i>-<i>ηλύσια</i> (<b>βλ.</b> [[ηλύσιος]])].
|mltxt=[[ἤλυσις]], ἡ (Α)<br />[[οδός]], [[πορεία]] («βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῑσα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί [[έλευσις]] από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>ελυθ</i>-) του θ. <i>ελευθ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ελεύσομαι</i>, μέλλ. του [[ελεύθω]] «[[έρχομαι]]»). Η [[έκταση]] του αρχ. φωνήεντος (<i>η</i>-) πιθ. να οφείλεται σε [[επίδραση]] του <i>ελ</i>-<i>ήλυθ</i>-<i>α</i> ή σε [[σύνθετα]] του τύπου <i>εν</i>-<i>ηλύσια</i>, <i>επ</i>-<i>ηλύσια</i> (<b>βλ.</b> [[ηλύσιος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἤλῠσις:''' -εως, ἡ, = [[ἔλευσις]], [[οδός]], [[πορεία]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤλῠσις Medium diacritics: ἤλυσις Low diacritics: ήλυσις Capitals: ΗΛΥΣΙΣ
Transliteration A: ḗlysis Transliteration B: ēlysis Transliteration C: ilysis Beta Code: h)/lusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A = ἔλευσις step, gait, βραδύπουν ἤ. προτιθεῖσα E.Hec. 67; πυκνὴν βαίνων ἤ. Id.Ph.844; πικρὰν διώκων ἤ. Id.HF1041.

German (Pape)

[Seite 1164] ἡ, das Gehen, der Gang; σπεύσω βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῖσα Eur. Hec. 66; πυκνὴν δὲ βαίνων ἤλυσιν Phoen. 851.

Greek (Liddell-Scott)

ἤλῠσις: -εως, ἡ, = ἔλευσις, ὁδός, πορεία, βραδύπουν ἠλ. σπεύδειν Εὐρ. Ἑκ. 67· πυκνὴν βαίνειν ἤλ., ὁ αὐτ. Φοιν. 844· πικρὰν διώκων ἤλ. ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1041· - περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 251, ἴδε Δινδ. - Πρβλ. Κόντον. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 147.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’aller, marche.
Étymologie: cf. ἤλυθον.

Greek Monolingual

ἤλυσις, ἡ (Α)
οδός, πορεία («βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῑσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί έλευσις από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ελυθ-) του θ. ελευθ- (πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. του ελεύθω «έρχομαι»). Η έκταση του αρχ. φωνήεντος (η-) πιθ. να οφείλεται σε επίδραση του ελ-ήλυθ-α ή σε σύνθετα του τύπου εν-ηλύσια, επ-ηλύσια (βλ. ηλύσιος)].

Greek Monotonic

ἤλῠσις: -εως, ἡ, = ἔλευσις, οδός, πορεία, σε Ευρ.