σχένδυλα: Difference between revisions

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σχενδύλη]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] μικρού συνδήκτορα, μικρής μέγγενης για τη [[συγκράτηση]] μικρών αντικειμένων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[είδος]] λαβίδας, τανάλιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. με [[επίθημα]] -<i>ύλη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κορδ</i>-<i>ύλη</i>). Το δασύ ουρανικό [[σύμφωνο]] του τ., [[ωστόσο]], οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η λ. έχει παραχθεί από το θ. του ρ. [[χανδάνω]] «[[χωρώ]], [[περιλαμβάνω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>χενδσ</i>-, <b>πρβλ.</b> μέλλ. [[χείσομαι]], ενώ το αρκτικό <i>σ</i>- της λ. οφείλεται σε [[επίδραση]] του θ. <i>σχ</i>- του <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ον</i>)].
|mltxt=και [[σχενδύλη]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] μικρού συνδήκτορα, μικρής μέγγενης για τη [[συγκράτηση]] μικρών αντικειμένων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[είδος]] λαβίδας, τανάλιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. με [[επίθημα]] -<i>ύλη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κορδ</i>-<i>ύλη</i>). Το δασύ ουρανικό [[σύμφωνο]] του τ., [[ωστόσο]], οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η λ. έχει παραχθεί από το θ. του ρ. [[χανδάνω]] «[[χωρώ]], [[περιλαμβάνω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>χενδσ</i>-, <b>πρβλ.</b> μέλλ. [[χείσομαι]], ενώ το αρκτικό <i>σ</i>- της λ. οφείλεται σε [[επίδραση]] του θ. <i>σχ</i>- του <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ον</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχένδῡλα:''' ἡ ([[σχεῖν]]), [[εργαλείο]] ξυλουργού ή σιδηρουργού, [[λαβίδα]] ή [[τανάλια]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:05, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχένδῡλα Medium diacritics: σχένδυλα Low diacritics: σχένδυλα Capitals: ΣΧΕΝΔΥΛΑ
Transliteration A: schéndyla Transliteration B: schendyla Transliteration C: schendyla Beta Code: sxe/ndula

English (LSJ)

ἡ,

   A a ship-carpenter's and blacksmith's tool, perhaps a pair of pincers or tongs, ναυπηγοῖς σ. AP11.203 (κενδυλα cod.): also σχενδύλη, IG22.1672.102, Hsch. s.v. σχενδυλόληπτοι. Hsch. also cites σχενδῡλάω (ibid.); the Dim. σκενδύλιον (q.v.) implies a form σκενδύλη which is not found.

German (Pape)

[Seite 1054] ἡ, auch σχενδύλη, ein Werkzeug der Schiffszimmerleute und Schmiede, vielleicht Zange, Zwinge, Ep. ad. 90 (XI, 2031; χαλκευτικὸν ὄργανον, Hesych.; scheint mit ἔχω, σχεῖν zusammenzuhangen.

Greek (Liddell-Scott)

σχένδῡλα: ἡ, ἐργαλεῖον ξυλουργοῦ καὶ σιδηρουργοῦ, ἴσως λαβίς, «τανάλια», Ἀνθ. Π. 11. 203 καὶ σχεδύλη, Ἡσύχ. ἐν λεξ. σχενδυλόληπτος. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σχενδῡλάω· καὶ ὑποκορ. σκενδύλιον, (οὕτω), τό, ἀπαντᾷ παρ’ Ἥρωνι Βελοπ. σ. 123. (Ἐκ τοῦ ἔχω, σχεῖν).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sorte de tenailles de charpentier.
Étymologie: σχεῖν.

Greek Monolingual

και σχενδύλη, η, ΝΑ
νεοελλ.
είδος μικρού συνδήκτορα, μικρής μέγγενης για τη συγκράτηση μικρών αντικειμένων
αρχ.
πιθ. είδος λαβίδας, τανάλιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ύλη (πρβλ. κορδ-ύλη). Το δασύ ουρανικό σύμφωνο του τ., ωστόσο, οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η λ. έχει παραχθεί από το θ. του ρ. χανδάνω «χωρώ, περιλαμβάνω» (< χενδσ-, πρβλ. μέλλ. χείσομαι, ενώ το αρκτικό σ- της λ. οφείλεται σε επίδραση του θ. σχ- του ἔχω (πρβλ. αόρ. -σχ-ον)].

Greek Monotonic

σχένδῡλα: ἡ (σχεῖν), εργαλείο ξυλουργού ή σιδηρουργού, λαβίδα ή τανάλια, σε Ανθ.