πικρία: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
(32)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και πίκρια, Ν<br />η [[πίκρα]], η [[βαθιά]] [[θλίψη]] (α. «ο [[πρώην]] [[υπουργός]] εξέφρασε τη [[βαθιά]] [[πικρία]] του» β. «πικρίας ἐνεπλήσθην», ΠΔ)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτό που πικραίνει, που προκαλεί [[δυσαρέσκεια]] και [[θλίψη]] (α. «ὧν τὸ [[στόμα]] ἀρᾱς καὶ πικρίας γέμει», ΚΔ<br />β. «τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς πικρίαν καὶ κακόνοιαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του πικρού, η [[πικράδα]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] ἄνω φύουσα ἐν χολῇ καὶ πικρίᾳ, ΠΔ)<br /><b>2.</b> (για τον καιρό) η άσχημη [[κατάσταση]], οι δυσμενείς συνθήκες («ἡ τοῡ καιροῡ [[πικρία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πικρός]]. Ο τ. <i>πίκρια</i> προήλθε από συμφυρμό τών [[πικρία]] και [[πίκρα]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και πίκρια, Ν<br />η [[πίκρα]], η [[βαθιά]] [[θλίψη]] (α. «ο [[πρώην]] [[υπουργός]] εξέφρασε τη [[βαθιά]] [[πικρία]] του» β. «πικρίας ἐνεπλήσθην», ΠΔ)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτό που πικραίνει, που προκαλεί [[δυσαρέσκεια]] και [[θλίψη]] (α. «ὧν τὸ [[στόμα]] ἀρᾱς καὶ πικρίας γέμει», ΚΔ<br />β. «τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς πικρίαν καὶ κακόνοιαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του πικρού, η [[πικράδα]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] ἄνω φύουσα ἐν χολῇ καὶ πικρίᾳ, ΠΔ)<br /><b>2.</b> (για τον καιρό) η άσχημη [[κατάσταση]], οι δυσμενείς συνθήκες («ἡ τοῡ καιροῡ [[πικρία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πικρός]]. Ο τ. <i>πίκρια</i> προήλθε από συμφυρμό τών [[πικρία]] και [[πίκρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πικρία:''' ἡ ([[πικρός]]), [[πικρία]], λέγεται για τη [[διάθεση]], σε Δημ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρία Medium diacritics: πικρία Low diacritics: πικρία Capitals: ΠΙΚΡΙΑ
Transliteration A: pikría Transliteration B: pikria Transliteration C: pikria Beta Code: pikri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bitterness:    1 of taste, Thphr.CP6.10.7, Od.32, LXX Je.15.17, Placit.3.16.2, Dsc.1.61, etc.    2 of temper, τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς π. D.21.204, cf. 25.84, Ep.3.33, Arist.VV1251a4, Phld.Ir. p.56W.; ἡ ἐπὶ τοῖς γεγονόσι π. Plb.15.4.11 ; πρὸς τὸν δῆμον Plu.Ccr. 15 ; ἡ ἐν τοῖς λόγοις π. D.S.16.88 ; λόγος π. ἔχων μεμιγμένην χάριτι Plu.Lyc.19.    3 of circumstances, ἡ τοῦ καιροῦ π. BGU417.5 (ii/iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 614] ἡ, Bitterkeit, LXX.; gew. übertr., Erbitterung, Zorn, auch Strenge, Härte, bei Dem. 25, 83 der ὠμότης entsprechend, u. öfter; ἡ ἐπὶ τοῖς γεγονόσι πικρία, Pol. 15, 4, 11; καὶ ἀθυρογλωσσία τοῦ συγγραφέως, 8, 12, 1; πρὸς τὸν δῆμον, plut. Coriol. 15.

Greek (Liddell-Scott)

πικρία: ἡ, ἡ τοῦ πικροῦ ἰδιότης, «πικράδα», «πίκρα», 1) ἐπὶ γεύσεως, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 10, 7, Πλούτ. 2. 897Α, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΙΕ΄, 17, κτλ.) 2) ἐπὶ διαθέσεως, τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς π. Δημ. 580. 1. πρβλ. 795. 7., 1482. 21, κτλ.· ἡ ἐπί τινι π. Πολύβ. 15. 4, 11· πρός τινα Πλουτ. Κοριολ. 15· λόγος π. ἔχων μεμιγμένην χάριτι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 19.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. amertume, goût amer;
II. fig.
1 aigreur, colère;
2 dureté.
Étymologie: πικρός.

English (Strong)

from πικρός; acridity (especially poison), literally or figuratively: bitterness.

English (Thayer)

πικρίας, ἡ (πικρός), bitterness: χολή πικρίας, equivalent to χολή πικρά (Winer s Grammar, 34,3b.; Buttmann, § 132,10), bitter gall, equivalent to extreme wickedness, ῤίζα πικρίας (references as above), a bitter root, and so producing bitter fruit, Alex. manuscript), cf. Bleek at the passage; metaphorically, bitterness, i. e. bitter hatred, Sept. (Demosthenes, Aristotle), Theophrastus, Polybius, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και πίκρια, Ν
η πίκρα, η βαθιά θλίψη (α. «ο πρώην υπουργός εξέφρασε τη βαθιά πικρία του» β. «πικρίας ἐνεπλήσθην», ΠΔ)
μσν.-αρχ.
αυτό που πικραίνει, που προκαλεί δυσαρέσκεια και θλίψη (α. «ὧν τὸ στόμα ἀρᾱς καὶ πικρίας γέμει», ΚΔ
β. «τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς πικρίαν καὶ κακόνοιαν», Δημοσθ.)
αρχ.
1. η ιδιότητα του πικρού, η πικράδα (< ῥίζα ἄνω φύουσα ἐν χολῇ καὶ πικρίᾳ, ΠΔ)
2. (για τον καιρό) η άσχημη κατάσταση, οι δυσμενείς συνθήκες («ἡ τοῡ καιροῡ πικρία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός. Ο τ. πίκρια προήλθε από συμφυρμό τών πικρία και πίκρα.

Greek Monotonic

πικρία: ἡ (πικρός), πικρία, λέγεται για τη διάθεση, σε Δημ., Πλούτ.