παρανομία: Difference between revisions

From LSJ

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
(31)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[παράνομος]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παρανομώ]], η [[παράβαση]] τών νόμων ή κανόνων της ευπρέπειας ή της τάξης, παράνομη [[πράξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δράση]], [[πολιτική]] ή κοινωνική, έξω από την παραδεδεγμένη [[νομιμότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Παρανομία</i><br />η [[αδικία]] («δύο κατεσκεύαζε βωμούς, τὸν μὲν Ἀσεβείας, τὸν δὲ Παρανομίας», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=η, ΝΜΑ [[παράνομος]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παρανομώ]], η [[παράβαση]] τών νόμων ή κανόνων της ευπρέπειας ή της τάξης, παράνομη [[πράξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δράση]], [[πολιτική]] ή κοινωνική, έξω από την παραδεδεγμένη [[νομιμότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Παρανομία</i><br />η [[αδικία]] («δύο κατεσκεύαζε βωμούς, τὸν μὲν Ἀσεβείας, τὸν δὲ Παρανομίας», <b>Πολ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρανομία:''' ἡ, [[παραβίαση]] του νόμου, της ευπρέπειας ή της τάξης, σε Θουκ., Πλάτ.· ἡ κατὰ τὸ [[σῶμα]] [[παρανομία]] εἰς τὴν δίαιταν, [[χαλαρός]] και [[ακατάστατος]] [[τρόπος]] ζωής, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανομία Medium diacritics: παρανομία Low diacritics: παρανομία Capitals: ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ
Transliteration A: paranomía Transliteration B: paranomia Transliteration C: paranomia Beta Code: paranomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A transgression of law, decency, or order, Antipho 5.12, Th.4.98, Pl.R. 537e, etc. ; ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. ἐς τὴν δίαιταν loose and disorderly habits of life, Th.6.15, cf. 28 ; π. εἴς τινας Plb.3.6.13 ; περὶ τὰς σπονδάς D.H. 8.4 ; illegality, personified, Plb.18.54.10.

German (Pape)

[Seite 491] ἡ, das Wesen und die Handlungsweise des παράνομος, das Handeln gegen Gesetze, Sitten u. Gebräuche, Gesetzwidrigkeit; Thuc. 4, 98; εἴς τι, z. B. εἰς τὴν δίαιταν, εἰς τὰ ἐπιτηδεύματα, eine ausschweifende, ungewöhnliche Lebensart, 6, 15. 28; παρανομίας ἐμπίπλανται, Plat. Rep. VII, 537 e, öfter; Sp., καὶ κατάλυσις τῶν ἐθῶν Luc. Tim. 42.

Greek (Liddell-Scott)

παρανομία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ παρανόμου, παράβασις νόμου εὐπρεπείας ἢ τάξεως, Ἀντιφῶν 130. 42, Θουκ. 4. 98, Πλάτ. Πολ. 537E, κ. ἀλλ.· ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. εἰς τὴν δίαιταν, ἕξις τοῦ βίου ἀκατάστατος, Θουκ. 6. 15, πρβλ. 28 π. εἴς τινα Πολύβ. 3. 6, 13· περί τι Διον. Ἁλ. 8. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 violation de la loi, illégalité, méfait;
2 violation des usages, des coutumes, singularité.
Étymologie: παράνομος.

English (Strong)

from the same as παρανομέω; transgression: iniquity.

English (Thayer)

παρανομίας, ἡ (παράνομος (from παρά (which see IV:2) and νόμος)), breach of law, transgression, wickedness: Thucydides, Plato, Demosthenes, others; the Sept..)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ παράνομος
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρανομώ, η παράβαση τών νόμων ή κανόνων της ευπρέπειας ή της τάξης, παράνομη πράξη
νεοελλ.
δράση, πολιτική ή κοινωνική, έξω από την παραδεδεγμένη νομιμότητα
αρχ.
ως κύριο όν. Παρανομία
η αδικία («δύο κατεσκεύαζε βωμούς, τὸν μὲν Ἀσεβείας, τὸν δὲ Παρανομίας», Πολ.).

Greek Monotonic

παρανομία: ἡ, παραβίαση του νόμου, της ευπρέπειας ή της τάξης, σε Θουκ., Πλάτ.· ἡ κατὰ τὸ σῶμα παρανομία εἰς τὴν δίαιταν, χαλαρός και ακατάστατος τρόπος ζωής, σε Θουκ.