ὀπωρώνης: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπωρώνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]] και [[πωλητής]] φρούτων («σῡκα καὶ [[βότρυς]] καὶ ἐλαίας συλλέγων [[ὥσπερ]] [[ὀπωρώνης]] ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῑς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν<br />μετ' ὀλίγον ἔσται [[γεράνδρυον]]», Αρισταίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τελ</i>-<i>ώνης</i>]. | |mltxt=[[ὀπωρώνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]] και [[πωλητής]] φρούτων («σῡκα καὶ [[βότρυς]] καὶ ἐλαίας συλλέγων [[ὥσπερ]] [[ὀπωρώνης]] ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῑς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν<br />μετ' ὀλίγον ἔσται [[γεράνδρυον]]», Αρισταίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τελ</i>-<i>ώνης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀπωρώνης:''' -ου, ὁ ([[ὠνέομαι]]), [[οπωροπώλης]], [[μανάβης]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = ὀπωροπώλης (q. v.), D.18.262, Aristaenet.2.1, PLond.5.1794.6 (V A. D.).
German (Pape)
[Seite 365] ὁ, Obstpächter, auch Obsthändler, Dem. 18, 262; vgl. Lob. Phryn. 206.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωρώνης: -ου, ὁ, «ὁ τὰς ὀπώρας πωλῶν καὶ ἀγοράζων» (Σουΐδ.)· «ὀπωρώνας· τοὺς εἰς πρᾶσιν ὠνουμένους» (Ἡσύχ.) σῦκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων, ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων Δημ. 314. 14, Ἀρισταίν. 2. 1, πρβλ. ὀπωροπώλης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui achète ou vend des fruits.
Étymologie: ὀπώρα, ὠνέομαι.
Greek Monolingual
ὀπωρώνης, ὁ (Α)
1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.)
2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῑς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν
μετ' ὀλίγον ἔσται γεράνδρυον», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ-ώνης].
Greek Monotonic
ὀπωρώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), οπωροπώλης, μανάβης, σε Δημ.