ἀνθρωπίζω: Difference between revisions
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀνθρωπίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανθρωπεύω]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[εξανθρωπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζω και [[συμπεριφέρομαι]] σαν [[άνθρωπος]], όπως ταιριάζει σε άνθρωπο<br /><b>2.</b> (παθ., -ομαι)<br />[[γίνομαι]] [[άνθρωπος]]. | |mltxt=(Α [[ἀνθρωπίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανθρωπεύω]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[εξανθρωπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζω και [[συμπεριφέρομαι]] σαν [[άνθρωπος]], όπως ταιριάζει σε άνθρωπο<br /><b>2.</b> (παθ., -ομαι)<br />[[γίνομαι]] [[άνθρωπος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνθρωπίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, είμαι ή [[πράττω]] ως [[άνθρωπος]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A act like a man, play the man, Archyt. ap. D.L.3.22; opp. κυνάω, Luc. Demon.21: -so in Med., Ar.Fr.37. II Pass., become man, Alex.Aphr.in Top.137.27, Simp.inPh.1138.28:—so in Act., AP1.105.
German (Pape)
[Seite 234] sich wie ein Mensch betragen, wie ein Mensch handeln, Luc. Demon. 21, im Ggstz von κυνᾶν, auch im med., Ar. B. A. 82 u. Poll. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπίζω: μέλλ. -ίσω, ἐνεργῶ ὡς ἄνθρωπος, φέρομαι ὡς ἄνθρωπος, εἶμαι φιλάνθρωπος, Ἀρχυτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 22· ἀντίθετ. τῶ κυνάω, Δημῶναξ, οὐ κυνᾷς, ἀπεκρίνατο, Περεγρῖνε, οὐκ ἀνθρωπίζεις Λουκ. Δημώνακτ. βίος 21: - οὕτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 100. ΙΙ. Μέσ., γίγνομαι ἄνθρωπος, Ἐκκλ.: - καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀνθ. Π. 1. 105.
French (Bailly abrégé)
1 vivre ou se conduire comme un homme;
2 être ou devenir homme;
Moy. ἀνθρωπίζομαι vivre en homme.
Étymologie: ἄνθρωπος.
Spanish (DGE)
1 actuar como hombre Archyt.Fr.Sp.(1, p.562), op. κυνάω Luc.Demon.21.
2 en v. med. hacerse hombre Ar.Fr.37, Alex.Aphr.in Top.137.27, Gr.Naz.M.36.97C, Simp.in Ph.1138.28, Leont.H.Nest.M.86.1524B
•en v. act. AP 1.105.
Greek Monolingual
(Α ἀνθρωπίζω)
νεοελλ.
1. ανθρωπεύω
2. (μτβ.) εξανθρωπίζω
αρχ.
1. ζω και συμπεριφέρομαι σαν άνθρωπος, όπως ταιριάζει σε άνθρωπο
2. (παθ., -ομαι)
γίνομαι άνθρωπος.