ἀντελπίζω: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντελπίζω]] (Α)<br />[[αποκτώ]] νέα [[ελπίδα]] για [[επανόρθωση]] αποτυχίας. | |mltxt=[[ἀντελπίζω]] (Α)<br />[[αποκτώ]] νέα [[ελπίδα]] για [[επανόρθωση]] αποτυχίας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντελπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ελπίζω]] αντιθέτως ή με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A hope instead or in turn, ἄλλα Th.1.70; ἕτερον πλοῦτον Lib.Decl.26.28.
German (Pape)
[Seite 246] dagegen, wieder hoffen, Thuc. 1, 70.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντελπίζω: συλλαμβάνω νέαν ἐλπίδα πρὸς ἐπανόρθωσιν ἀποτυχίας, ἀντελπίσαντες ἄλλα ἐπλήρωσαν τὴν χρείαν Θουκ. 1. 70.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἀντελπίσας;
espérer en échange.
Étymologie: ἀντί, ἐλπίζω.
Spanish (DGE)
esperar a su vez ἄλλα Th.1.70, ἀντίπαλα ... δράσειν ἀντελπίσαντας D.C.18.6, πλοῦτόν γε ἕτερον Lib.Decl.26.28.
Greek Monolingual
ἀντελπίζω (Α)
αποκτώ νέα ελπίδα για επανόρθωση αποτυχίας.
Greek Monotonic
ἀντελπίζω: μέλ. -σω, ελπίζω αντιθέτως ή με τη σειρά μου, σε Θουκ.