ἀνίκανος: Difference between revisions
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνίκανος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει την [[ικανότητα]] να κάνει ή να πει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αδέξιος]], [[ανεπαρκής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο μη [[ικανός]] για στρατιωτική [[υπηρεσία]], ιερατικό [[λειτούργημα]] ή [[εργασία]] εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από σεξουαλική [[ανικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανικανοποίητος]], [[ακόρεστος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνίκανος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει την [[ικανότητα]] να κάνει ή να πει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αδέξιος]], [[ανεπαρκής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο μη [[ικανός]] για στρατιωτική [[υπηρεσία]], ιερατικό [[λειτούργημα]] ή [[εργασία]] εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από σεξουαλική [[ανικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανικανοποίητος]], [[ακόρεστος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνίκανος:''' [ῐ], -ον, [[ακατάλληλος]], [[αναρμόδιος]], [[ανεπαρκής]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A insufficient, incapable, Babr.92 Subscr., Hld.2.30. 2 dissatisfied with everything, Arr.Epict.4.1.106.
German (Pape)
[Seite 237] 1) für den nichts hinreicht, ungenügsam, Arr. Ep. 4, 1, 106, neben ἄπληστος. – 2) unzureichend, unfähig, Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίκᾰνος: [ῐ], -ον, ὁ μὴ ἀρκετός, ὁ μὴ ἱκανός, ὡς καὶ νῦν, Βαβρ. 92, ἐν τέλ., Ἡλιόδ. 2. 30. 2) ὁ μηδὲν εὑρίσκων ἱκανόν, ἀκόρεστος, «ᾧ οὐδέν ἐστιν ἱκανόν, ὁ μηδέποτε λέγων ἅλις» (Σημ. Κοραῆ σ. 408 εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 106). ― Ἐπίρρ. -νως, Κύριλλ. Ἀλ. καὶ ἄλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
insuffisant, incapable.
Étymologie: ἀ, ἱκανός.
Spanish (DGE)
(ἀνίκᾰνος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1incapaz ἔργοις ἀ. incapaz en la acción Babr.92 epimitio (Crusius), ἐγὼ μὲν οὐκ ἀνίκανος ... δῶρόν γε λαμβάνων Hld.2.30.4
•incapacitado por una lesión οὐτέπο[τ] ε στρατεύομαι ἀ. PHerm.Rees 7.18 (IV d.C.).
2 insatisfecho τί ἄπληστος εἶ; τί ἀνίκανος; Arr.Epict.4.1.106.
II adv. -ως insuficientemente ἀ. ... ἔχοντος ... νόμου siendo insuficiente la ley Cyr.Al.M.70.37C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνίκανος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει την ικανότητα να κάνει ή να πει κάτι
2. αδέξιος, ανεπαρκής
νεοελλ.
1. ο μη ικανός για στρατιωτική υπηρεσία, ιερατικό λειτούργημα ή εργασία εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής αδυναμίας
2. αυτός που πάσχει από σεξουαλική ανικανότητα
αρχ.
ανικανοποίητος, ακόρεστος.
Greek Monotonic
ἀνίκανος: [ῐ], -ον, ακατάλληλος, αναρμόδιος, ανεπαρκής, σε Βάβρ.