ἀντίτομος: Difference between revisions
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντίτομος]], -ον (Α) [[αντιτέμνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κόβεται για να χρησιμοποιηθεί στη [[θεραπεία]] κακού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀντίτομα ὀδυνᾱν» — φάρμακα για τις λύπες (<b>Πίνδ.</b>). | |mltxt=[[ἀντίτομος]], -ον (Α) [[αντιτέμνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κόβεται για να χρησιμοποιηθεί στη [[θεραπεία]] κακού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀντίτομα ὀδυνᾱν» — φάρμακα για τις λύπες (<b>Πίνδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντίτομος:''' -ον ([[ἀντιτέμνω]]), κομμένος ως [[γιατρειά]] για ένα [[κακό]]· <i>ἀντίτομον</i>, <i>τό</i>, [[γιατρειά]], [[αντίδοτο]], σε Όμηρ.· <i>τινος</i>, για [[κάτι]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἀντιτέμνω)
A cut as a remedy for an evil:—Subst. ἀντίτομον, τό, remedy, antidote, h.Cer.229, Hsch.; ἀντίτομα ὀδυνᾶν antidotes for pains, Pi.P.4.221. II having opposite curvatures for cutting, Paul.Aeg.6.30.
German (Pape)
[Seite 262] als Gegenmittel zu gebrauchen, φάρμακον, was auch fehlt, z. B. φαρμακώσαισ' ἀντίτομα ὀδυνᾶν Pind. P. 4, 221; vgl. H. h. Cer. 229.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίτομος: -ον, (ἀντιτέμνω) ὁ τεμνόμενος ὡς θεραπεία κακοῦ τινος: - ἀντίτομον, τό, φάρμακον, ἀντίδοτον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 229· ἀντίτομα ... ὀδυνᾶν, ἀντίδοτα ὀδυνῶν, Πινδ. Π. 4. 394.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui coupe à l’encontre en parl. de ciseaux, dont les deux branches coupent à l’encontre l’une de l’autre;
2 qui coupe de façon à s’opposer à, d’où subst. τὸ ἀντίτομον remède, antidote.
Étymologie: ἀντί, τέμνω.
English (Slater)
ἀντῐτομος n. pl. pro subs.,
1 remedy c. gen. φαρμακώσαισ' ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν (κατὰ μεταφορὰν τὴν ἀπὸ τῶν ῥιζοτόμων. Σ.) (P. 4.221)
Spanish (DGE)
-ον
I subst. τὸ ἀ.
1 cortado como remedio, antídoto ὀδυσᾶν Pi.P.4.221, cf. h.Cer.229, Hsch.
2 sent. dud., quizá tomo o volumen, POxy.381 (I d.C.).
3 bot. consuelda o sínfito mayor, Symphytum officinale L., cf. antitumon anagallicus, Gloss.3.550.
II adj. que tienen corte opuesto de la curvatura de las amígdalas, Paul.Aeg.6.30.
Greek Monolingual
ἀντίτομος, -ον (Α) αντιτέμνω
1. αυτός που κόβεται για να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία κακού
2. φρ. «ἀντίτομα ὀδυνᾱν» — φάρμακα για τις λύπες (Πίνδ.).
Greek Monotonic
ἀντίτομος: -ον (ἀντιτέμνω), κομμένος ως γιατρειά για ένα κακό· ἀντίτομον, τό, γιατρειά, αντίδοτο, σε Όμηρ.· τινος, για κάτι, σε Πίνδ.