κακοδαιμονία: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η [[κακοδαίμων]]<br />(AM [[κακοδαιμονία]], Α και ιων. τ. κακοδαιμονίη)<br />[[δυστυχία]], [[ατυχία]], [[αθλιότητα]], [[κακοτυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />το να κατέχεται [[κάποιος]] από [[κακό]] δαίμονα, η [[μανία]].
|mltxt=η [[κακοδαίμων]]<br />(AM [[κακοδαιμονία]], Α και ιων. τ. κακοδαιμονίη)<br />[[δυστυχία]], [[ατυχία]], [[αθλιότητα]], [[κακοτυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />το να κατέχεται [[κάποιος]] από [[κακό]] δαίμονα, η [[μανία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοδαιμονία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ατυχία]], [[δυστυχία]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατάληψη]] από δαίμονα, [[μανία]], [[παραφροσύνη]], σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδαιμονία Medium diacritics: κακοδαιμονία Low diacritics: κακοδαιμονία Capitals: ΚΑΚΟΔΑΙΜΟΝΙΑ
Transliteration A: kakodaimonía Transliteration B: kakodaimonia Transliteration C: kakodaimonia Beta Code: kakodaimoni/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A unhappiness, misfortune, opp. εὐδαιμονία, Hdt.1.87, Antipho 5.79, X.Mem.1.6.3, Arist.Po.1450a17, Phld.Rh.1.220 S., etc.    II possession by an evil spirit, Ar.Pl.501, X.Mem.2.3.19, D.2.20.

German (Pape)

[Seite 1299] ἡ, 1) das Besessensein von einem bösen Dämon, die Raserei; Ar. Plut. 501; οὐκ ἂν πολλὴ ἀμαθία εἴη καὶ κακοδαιμονία τοῖς ἐπ' ὠφελείᾳ πεποιημένοις ἐπὶ βλάβῃ χρῆσθαι Xen. Mem. 2, 3, 19; vgl. Dem. 2, 20. – 2) das Unglücklichsein, das Unglück; Ggstz εὐδαιμονία Antiph. 5, 79; Xen. Mem. 1, 6, 3 u. Sp., wie Plut. adv. Stoic. 19.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδαιμονία: Ἰων. -ίη, ἡ ἀτυχία, δυστυχία, ἀντίθετον τῷ εὐδαιμονία, Ἡρόδ. 1. 87, Ἀντιφῶν Ι 38. 35, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 3, κτλ. ΙΙ. τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, μανία, Ἀριστοφ. Πλ. 501, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19, Δημ. 23. 26.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 propr. possession par un mauvais esprit ; démence;
2 malheur, infortune.
Étymologie: κακοδαίμων.

Greek Monolingual

η κακοδαίμων
(AM κακοδαιμονία, Α και ιων. τ. κακοδαιμονίη)
δυστυχία, ατυχία, αθλιότητα, κακοτυχία
αρχ.
το να κατέχεται κάποιος από κακό δαίμονα, η μανία.

Greek Monotonic

κᾰκοδαιμονία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. ατυχία, δυστυχία, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
II. κατάληψη από δαίμονα, μανία, παραφροσύνη, σε Αριστοφ., Ξεν.