συρφετώδης: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[συρφετώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[συρφετός]]<br />αυτός που μοιάζει με συρφετό ή ο [[σχετικός]] με συρφετό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χυδαίος]], [[πρόστυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[αξία]], [[τιποτένιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συρφετωδῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με ανάμικτο τρόπο<br /><b>2.</b> βλακωδώς.
|mltxt=-ες / [[συρφετώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[συρφετός]]<br />αυτός που μοιάζει με συρφετό ή ο [[σχετικός]] με συρφετό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χυδαίος]], [[πρόστυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[αξία]], [[τιποτένιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συρφετωδῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με ανάμικτο τρόπο<br /><b>2.</b> βλακωδώς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συρφετώδης:''' -ες ([[συρφετός]], [[εἶδος]]), αυτός που έχει συσσωρευθεί μαζί, όμοιος με συρφετό, [[σύμμεικτος]], [[αχαλίνωτος]], [[χυδαίος]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρφετώδης Medium diacritics: συρφετώδης Low diacritics: συρφετώδης Capitals: ΣΥΡΦΕΤΩΔΗΣ
Transliteration A: syrphetṓdēs Transliteration B: syrphetōdēs Transliteration C: syrfetodis Beta Code: surfetw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A promiscuous, vulgar, σ. ὄχλος Plb.4.75.5, cf. Luc.Salt.83, etc.; βωμολοχία σ. Plu.2.454e; πράγματα Jul.Or.6.202b.

Greek (Liddell-Scott)

συρφετώδης: -ες, ὁ ὅμοιος πρὸς συρφετόν, ὁμοῦ σεσωρευμένος, ἀνάμικτος, χυδαῖος, συρ. ὄχλος Πολύβ. 4. 75, 5, πρβλ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 83, κτλ.· σ. βωμολοχία Πλούτ. 2. 454Ε.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
composé d’un ramassis de populace.
Étymologie: συρφετός, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / συρφετώδης, -ῶδες, ΝΜΑ συρφετός
αυτός που μοιάζει με συρφετό ή ο σχετικός με συρφετό
μσν.-αρχ.
1. ανάμικτος
2. μτφ. χυδαίος, πρόστυχος
αρχ.
ο χωρίς αξία, τιποτένιος.
επίρρ...
συρφετωδῶς Α
1. με ανάμικτο τρόπο
2. βλακωδώς.

Greek Monotonic

συρφετώδης: -ες (συρφετός, εἶδος), αυτός που έχει συσσωρευθεί μαζί, όμοιος με συρφετό, σύμμεικτος, αχαλίνωτος, χυδαίος, σε Λουκ.