πομπαῖος: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως [[προσωνυμία]] του Ερμού) [[ψυχοπομπός]], αυτός που συνοδεύει τις ψυχές τών πεθαμένων στον Άδη<br /><b>3.</b> (για άνεμο) [[ούριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πομπή]] / [[πομπός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δρομ</i>-<i>αίος</i>)]. | |mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως [[προσωνυμία]] του Ερμού) [[ψυχοπομπός]], αυτός που συνοδεύει τις ψυχές τών πεθαμένων στον Άδη<br /><b>3.</b> (για άνεμο) [[ούριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πομπή]] / [[πομπός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δρομ</i>-<i>αίος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πομπαῖος:''' -α, -ον ([[πομπή]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συνοδεύει, σε Ευρ.· [[πομπαῖος]] [[οὖρος]], [[ούριος]] [[άνεμος]], [[ευνοϊκός]] [[άνεμος]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τον Ερμή, που συνοδεύει τις ψυχές των [[νεκρών]] στον Κάτω Κόσμο, σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A escorting, conducting, π. οὖρος a fair wind, Pi.P.1.34; so of a ship, εἰς ὅρμους . . ἐλάτα π. E.IA1322 (lyr.). II epith. of Hermes, who escorted the souls of the dead to the nether world, A.Eu.91, S.Aj.832, E.Med.759 (anap.), D.L.8.31.
German (Pape)
[Seite 678] auch 2 Endgn, geleitend; οὖρος, Pind. P. 1, 34, d. i. günstiger Wind; der Führer, Aesch. Eum. 91; Ἑρμῆς, Soph. Ai. 819, der die Seelen der Abgeschiedenen in die Unterwelt geleitete, wie Eur. Med. 759, der auch ἐλάταν πομπαίαν vrbdt, I. A. 1323, vom Schiffe; – τὰ πομπαῖα ἄγειν, Eust., = πομπεύω.
Greek (Liddell-Scott)
πομπαῖος: -α, -ον, (πομπὴ) ὁ προπέμπων, συνοδεύων, π. οὖρος, οὔριος ἄνεμος, Πινδ. Π. 1. 66· οὕτως ἐπὶ πλοίου, ἐς Τροίαν... ἐλάτα π. Εὐρ. Ι. Α. 1322, πρβλ. πομπεύς· π. στρατηγὸς Ἑλλ. Ἐπιγρ. 3348. ΙΙ. ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ τοῦ συνοδεύοντος καὶ ὁδηγοῦντος τὰς ψυχὰς τῶν νεκρῶν εἰς τὸν κάτω κόσμον, ὡς τὸ ψυχοπομπός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 91, Σοφ. Αἴ. 832, ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 742.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui conduit, ép. d’Hermès, conducteur des âmes aux enfers.
Étymologie: πομπή.
English (Slater)
πομπαῑος
1 favourable ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον (P. 1.34)
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
1. αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει
2. (το αρσ. ως προσωνυμία του Ερμού) ψυχοπομπός, αυτός που συνοδεύει τις ψυχές τών πεθαμένων στον Άδη
3. (για άνεμο) ούριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή / πομπός + κατάλ. -αῖος (πρβλ. δρομ-αίος)].
Greek Monotonic
πομπαῖος: -α, -ον (πομπή),
I. αυτός που συνοδεύει, σε Ευρ.· πομπαῖος οὖρος, ούριος άνεμος, ευνοϊκός άνεμος, σε Πίνδ.
II. λέγεται για τον Ερμή, που συνοδεύει τις ψυχές των νεκρών στον Κάτω Κόσμο, σε Αισχύλ., Σοφ.