ἐννύχιος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(12)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐννύχιος]], -α, -ον και [[ἐννύχιος]], -ον (Α) [[νύχιος]]<br /><b>1.</b> [[νυκτερινός]], [[κατά]] τη [[νύχτα]], σε νυχτερινή ώρα («[[ἐννύχιος]] [[προμολών]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο περικυκλωμένος από [[σκοτάδι]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]] («ἐννυχίαισι φροντίσι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄναξ]] ἐννυχίων» — ο [[βασιλιάς]] τών [[νεκρών]], που κατοικούν στις χώρες της Νύχτας («ἐννυχίων [[ἄναξ]] Ἀϊδωνεῡ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐννύχιον κρύπτεις, σκοτεινῶς καὶ δολίως, τινὲς δὲ ἐμμύχιον, ἐν τῷ μυχῷ».
|mltxt=[[ἐννύχιος]], -α, -ον και [[ἐννύχιος]], -ον (Α) [[νύχιος]]<br /><b>1.</b> [[νυκτερινός]], [[κατά]] τη [[νύχτα]], σε νυχτερινή ώρα («[[ἐννύχιος]] [[προμολών]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο περικυκλωμένος από [[σκοτάδι]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]] («ἐννυχίαισι φροντίσι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄναξ]] ἐννυχίων» — ο [[βασιλιάς]] τών [[νεκρών]], που κατοικούν στις χώρες της Νύχτας («ἐννυχίων [[ἄναξ]] Ἀϊδωνεῡ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐννύχιον κρύπτεις, σκοτεινῶς καὶ δολίως, τινὲς δὲ ἐμμύχιον, ἐν τῷ μυχῷ».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐννύχιος:''' [ῠ], -α, -ον ή -ος, -ον ([[νύξ]]), [[βραδινός]], βραδιάτικος, [[νυκτερινός]], Λατ. [[nocturnus]], σε Όμηρ., Σοφ.· <i>ἐννύχιοι</i>, οι κάτοικοι στα [[βασίλεια]] της Νύχτας, οι νεκροί, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννῠχιος Medium diacritics: ἐννύχιος Low diacritics: εννύχιος Capitals: ΕΝΝΥΧΙΟΣ
Transliteration A: ennýchios Transliteration B: ennychios Transliteration C: ennychios Beta Code: e)nnu/xios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον Hes.Th.10, etc.; ος, ον S.Aj.180 (lyr.): (νύξ):—

   A by night, at night, ἐ. προμολών Il.21.37; [νῆες] ἐννύχιαι κατάγοντο Od.3.178; ἐννύχιαι στεῖχον Hes. l.c.; ἐ. μέλπεσθαι Pi.P.3.79; ἐ. τέρψις S.Aj.1203 (lyr.); Ῥιπαί gloom-encompassed, Id.OC1248 (lyr.); φροντίδες Ar.Eq.1290, etc.: neut. as Adv., dub. in Parrhas.3.    II ἐννυχίων ἄναξ Ἀϊδωνεῦ king of those who dwell in the realms of Night, S.OC1558 (lyr.); cf. sq. 11.    III ἐννύχιον κρύπτεις· σκοτεινῶς καὶ δολίως, τινὲς δὲ ἐμμύχιον ἐν τῷ μυχῷ Hsch., cf. Call.Aet.3.1.21.

German (Pape)

[Seite 848] α, ον, auch 2 Endgn, nächtlich, bei Nacht; ἐννύχιος προμολών Il. 21, 37; νῆες ἐννύχιαι κατάγοντο, sie landeten bei Nacht, Od. 3, 178, wie ἐννύχιαι στεῖχον Hes. Th. 9; μέλπονται Pind. P. 3, 79; ἐννυχίοις μαχαναῖς Soph. Ai. 181; ἐννυχίαν τέρψιν ἰαύειν 1182; Pluto heißt ἐννυχίων ἄναξ, der finsteren Schatten; προσέβα στρατός Eur. Rhes. 45; sp. D.; φροντίδες Ar. Equ. 1287. – Ἐννύχιον adv., Ath. XII 549 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννύχιος: ῠ, -α, -ον, Ἡσ. Θ. 10, -ος, ον, Σοφ. Αἴ. 180 (νύξ): ἐν καιρῷ νυκτός, διὰ νυκτός, κατὰ τὴν νύκτα, νυκτερινός, Λατ. nocturnus, ἐνν. προμολὼν Ἰλ. Φ. 37· νῆες ἐννύχιοι κατάργοντο Ὀδ. Γ. 178· ἐνν. μέλπεσθαι Πίνδ. Π. 3. 140· ἐνν. τέρψις, δῶμα Σοφ. Αἴ. 1203, 1211· φροντίδες Ἀριστοφ. Ἱππ. 1290, κτλ.· - οὐδέτ. ἐννύχιον ὡς ἐπίρρ., Ἐπίγραμμ. παρ’ Ἀθην. 544Α. ΙΙ. ἐννυχίων ἄναξ Αἰδωνεῦ, βασιλεῦ τῶν κατοικούντων ἐν ταῖς χώραις τῆς Νυκτός, δηλ. τῶν νεκρῶν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου Ἰλ. Υ. 61) ἄναξ ἐνέρων, Σοφ. Ο. Κ. 1558, πρβλ. τὸ ἑπόμενον.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 qui fait qch pendant la nuit : ἐννύχιος προμολών IL s’étant avancé pendant la nuit ; (νῆες) ἐννύχιαι κατάγοντο OD les vaisseaux furent poussés (par le vent) pendant la nuit;
2 qui a lieu ou se produit pendant la nuit (pensée, souci, crainte, etc.);
3 qui concerne les régions plongées dans la nuit : οἱ ἐννύχιοι SOPH ceux qui dorment dans le royaume de la nuit, càd des enfers ; ἐννύχιαι ῥιπαί SOPH les ouragans des régions de la nuit, càd du septentrion ; qui vit dans les ténèbres (Hadès).
Étymologie: ἐν, νύξ.

English (Autenrieth)

(Il. 11.716†): in the night time.

English (Slater)

ἐννῠχιος
   1 in the night κοῦραι μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν ἐννύχιαι (P. 3.79) ]ήλασαν ἐννύχιον κρυφα[ (Pae. 18.10) ]εννυχιαιλα[ P. Oxy. 2447, fr. 19. 1. ]).ννυχι[ P. Oxy. 2445. fr. 31. 8.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): -ίη A.R.4.1063, Arat.135, Nonn.D.44.193, AP 5.294 (Agath.)

• Prosodia: [-ῠ-]

• Morfología: [-ος, -ον S.Ai.180]
1 nocturno, que actúa o se produce de noche como pred., de pers. ἐ. προμολών Il.21.37, cf. 11.683, Hes.Sc.32, Fr.195.32, de las Musas ἐννύχιαι στεῖχον Hes.Th.10, μέλπονται ... ἐννύχιαι Pi.P.3.79, ἐννύχιοι ... ἵκοντο A.R.2.1260, cf. E.Rh.227, A.R.1.600, οἷον ὅτε κλωστῆρα γυνὴ ταλαεργὸς ἑλίσσει ἐννυχίη A.R.4.1063, de naves ἐννύχιαι κατάγοντο Od.3.178, de constelaciones Ὠρίων E.Hel.1490, Παρθένος Arat.l.c., de los astros, Orph.H.7.11, de anim. φῶκαι Opp.H.1.406, ὄρνιθες Q.S.12.513, de cosas y abstr. ἐ. τέρψις S.Ai.1203, μαχαναί S.Ai.180, δεῖμα S.Ai.1211, δάκρυα E.Or.205, φροντίδες Ar.Eq.1290, ἐννυχίαν ὄψιν ἰδοῦσα ἱεράν IKnidos 131.2 (IV a.C.), ἐννύχιοι ὅρπηκες Emp.B 62.2, ῥομφαῖαι Orac.Sib.3.799, ἐννυχίῃσιν ἀεὶ μέλπεσθαι ἀοιδαῖς A.R.1.1225, ὄνειραρ A.R.4.1732, ἀεθλοσύνη AP 5.294 (Agath.), φάσματα AP 8.84 (Gr.Naz.)
ac. neutr. adverb. ἐννύχιον de noche, durante la noche οἷος δ' ἐ. φαντάζετο Parrhas.3, ὁ δ' ἐ. τοῦτ' ἔπος ηὐδάσατο Call.Fr.75.21, ἐ. δὲ οὐδὲν ἁλιτρύτῃσι δυνήσατο χερσὶ πιέζειν ἐσμὸς ἅπας Nonn.Par.Eu.Io.21.3, prov. ἐννύχιον κρύπτεις para quienes actúan con engaños, Call.Fr.765, Hsch.
2 fig. de la región de las sombras, sumido en la noche o en la oscuridad ref. los montes Ripeos, S.OC 1248
como epít. de ciertos dioses que vive en lugares tenebrosos ἐννυχίων ἄναξ de Hades rey de los que habitan en los dominios de la Noche S.OC 1558, Ἑκάτη Nonn.D.44.193, cf. Pi.Fr.52s.10, Φύσις Orph.H.10.6, de Selene, Orph.H.9.3.

Greek Monolingual

ἐννύχιος, -α, -ον και ἐννύχιος, -ον (Α) νύχιος
1. νυκτερινός, κατά τη νύχτα, σε νυχτερινή ώρα («ἐννύχιος προμολών», Ομ. Ιλ.)
2. ο περικυκλωμένος από σκοτάδι, σκοτεινός, ζοφερός («ἐννυχίαισι φροντίσι», Αριστοφ.)
3. φρ. «ἄναξ ἐννυχίων» — ο βασιλιάς τών νεκρών, που κατοικούν στις χώρες της Νύχτας («ἐννυχίων ἄναξ Ἀϊδωνεῡ», Σοφ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐννύχιον κρύπτεις, σκοτεινῶς καὶ δολίως, τινὲς δὲ ἐμμύχιον, ἐν τῷ μυχῷ».

Greek Monotonic

ἐννύχιος: [ῠ], -α, -ον ή -ος, -ον (νύξ), βραδινός, βραδιάτικος, νυκτερινός, Λατ. nocturnus, σε Όμηρ., Σοφ.· ἐννύχιοι, οι κάτοικοι στα βασίλεια της Νύχτας, οι νεκροί, στον ίδ.