ἀσκητός: Difference between revisions
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(6) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσκητός]], -ή, -όν (Α) [[ασκώ]]<br /><b>1.</b> ο [[περίτεχνος]], αυτός που έχει κατασκευαστεί με [[δεξιοτεχνία]]<br /><b>2.</b> ο στολισμένος<br /><b>3.</b> αυτός που επιτυγχάνεται με την [[εξάσκηση]]<br /><b>4.</b> ο γυμνασμένος, όποιος έχει εξασκηθεί σε [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἀσκητός]], -ή, -όν (Α) [[ασκώ]]<br /><b>1.</b> ο [[περίτεχνος]], αυτός που έχει κατασκευαστεί με [[δεξιοτεχνία]]<br /><b>2.</b> ο στολισμένος<br /><b>3.</b> αυτός που επιτυγχάνεται με την [[εξάσκηση]]<br /><b>4.</b> ο γυμνασμένος, όποιος έχει εξασκηθεί σε [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσκητός:''' -ή, -όν ([[ἀσκέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> κατεργασμένος, [[ψιλοδουλεμένος]], σε Ομήρ. Οδ.· ο διακοσμημένος, <i>πέπλῳ</i>, με [[ένδυμα]], πέπλο, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με [[άσκηση]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, εκπαιδευμένος, εξασκημένος σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A curiously wrought, νῆμα Od.4.134; λέχος 23.189; χρίματα Xenoph.3.6; εἵματα Theoc.24.140; adorned, decked, πέπλῳ with... Id.1.33, cf. AP6.219.3 (Antip.). Adv. -τῶς prob.l. in Simon.157. 2 to be got or reached by practice, οὐ διδακτὸν ἀλλ' ἀ., of virtue, Pl.Men. 70a, cf. X.Mem.1.2.23; μαθητὸν ἢ ἐθιστὸν ἢ καὶ ἄλλως πως ἀ. Arist.EN 1099b10. II of persons, exercised, practised in a thing, Ἀθηναίης παλάμῃσιν Simon. l. c. (codd. D.L.); ἀνὴρ ἀ. καὶ σοφός Plu.Lyc. 30.
German (Pape)
[Seite 371] künstlich gearbeitet, Hom. νῆμα Od. 4, 134; λέχος 23, 189; ἀσκητὴ πέπλῳ, geschmückt, Theocr. 1, 33; durch Uebung zu erlangen, οὐ διδακτόν, Plat. Mem. 70 a; Xen. Mem. 1, 2, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκητός: -ή, -όν, ὁ φιλοκάλως καὶ ἐπιμελῶς παρεσκευασμένος, κατεσκευασμένος, νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον Ὀδ. Δ. 134· ἐν λέχει ἀσκητῷ Ψ. 189· ἀσκητοῖς ὀδμήν χρίμασι δευόμενοι Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β 3, 6· εἵματα δ’ οὐκ ἀσκητὰ μέσας ὑπὲρ ἕννυτο κνήμας Θεόκρ. 24. 140: κεκοσμημένος, ἔντοσθεν δὲ γυνά τι… τέτυκται, ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι ὁ αὐτ. 1. 33. 2) ὅν δύναταί τις νὰ προκτήσηται διὰ τῆς ἀσκήσεως, οὐ διδακτόν, ἀλλ’ ἀσκ. περὶ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Μένων 70Α, πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 23· μαθητὸν ἤ ἐθιστὸν ἤ ἄλλως πως ἀσκητὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ., γεγυμνασμένος, ἐξησκημένος εἴς τι, τινὶ Σιμων. 215, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 30.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 travaillé avec art ; paré, orné de, τινι;
2 exercé (dans un art);
3 qu’on peut acquérir par l’exercice.
Étymologie: ἀσκέω.
English (Autenrieth)
(ἀσκέω): finely or curiously wrought, Od. 23.189 ; νῆμα, ‘fine-spun,’ Od. 4.134.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1artísticamente elaborado, bien trabajado λέχος Od.23.189, νῆμα Od.4.134, Nonn.D.15.181, πῖλος Hes.Op.546, στάμων AP 6.160 (Antip.Sid.), εἵματα Theoc.24.140
•muy elaborado, refinado ἀσκητοῖσ' ὀδμὴν χρίμασι δευόμενοι Xenoph.B 3.6
•hecho artificialmente op. συμφυής: προκομία τε αὐτῶν (πιθήκων) Ael.NA 16.10.
2 c. dat. adornado con de pers. γυνὰ ... ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι Theoc.1.33, de un eunuco τις ... ἀ. εὐσπείροισι κορύμβοις AP 6.219.3 (Antip.Sid.)
•de cosas ἀσκητὸν χρυσῷ ... κέρας un cuerno incrustado de oro, AP 6.332.4 (Adrian.)
•fig. muy experto, ejercitado en c. dat. Ἀθηναίης παλάμῃσιν Simon.114.3D.
•abs. entrenado ἀνὴρ ἀ. καὶ σοφός Plu.Lyc.30.
II de abstr. que se puede obtener por la práctica ἀρετή Pl.Men.70a, cf. X.Mem.1.2.23, Arist.EN 1099b10.
Greek Monolingual
ἀσκητός, -ή, -όν (Α) ασκώ
1. ο περίτεχνος, αυτός που έχει κατασκευαστεί με δεξιοτεχνία
2. ο στολισμένος
3. αυτός που επιτυγχάνεται με την εξάσκηση
4. ο γυμνασμένος, όποιος έχει εξασκηθεί σε κάτι.
Greek Monotonic
ἀσκητός: -ή, -όν (ἀσκέω),
I. 1. κατεργασμένος, ψιλοδουλεμένος, σε Ομήρ. Οδ.· ο διακοσμημένος, πέπλῳ, με ένδυμα, πέπλο, σε Θεόκρ.
2. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με άσκηση, σε Πλάτ., Ξεν.
II. λέγεται για πρόσωπα, εκπαιδευμένος, εξασκημένος σ' ένα πράγμα, με δοτ., σε Πλούτ.