συμπαροξύνω: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[παροξύνω]]<br /><b>1.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] [[επίσης]]<br /><b>2.</b> [[οξύνω]], [[ερεθίζω]] [[επίσης]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπαροξύνομαι</i><br />οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῑς πυρετοῑς», <b>Γαλ.</b>). | |mltxt=Α [[παροξύνω]]<br /><b>1.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] [[επίσης]]<br /><b>2.</b> [[οξύνω]], [[ερεθίζω]] [[επίσης]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπαροξύνομαι</i><br />οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῑς πυρετοῑς», <b>Γαλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμπαροξύνω:''' μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[παροξύνω]], [[διεγείρω]], [[εξοργίζω]] [[εξίσου]] ή από κοινού, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A provoke along with or together, τινα Plu.2.859f, etc.; εἴς τι X.Oec.6.10:—Pass., to be exacerbated at the same time as, λυγμὸν -όμενον τοῖς πυρετοῖς Gal.15.847.
German (Pape)
[Seite 985] mit od. zugleich anreizen, εἰς τὸ ἀλκίμους εἶναι Xen. Oec. 6, 10.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαροξύνω: παροξύνω, διεγείρω ὁμοίως, τινὰ Πλούτ. 2. 859F, κτλ.· τινὰ εἴς τι Ξεν. Οἰκ. 6, 10.
French (Bailly abrégé)
aiguiser ; exciter ensemble.
Étymologie: σύν, παροξύνω.
Greek Monolingual
Α παροξύνω
1. προτρέπω, παρακινώ επίσης
2. οξύνω, ερεθίζω επίσης
3. παθ. συμπαροξύνομαι
οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με κάτι άλλο («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῑς πυρετοῑς», Γαλ.).
Greek Monolingual
Α παροξύνω
1. προτρέπω, παρακινώ επίσης
2. οξύνω, ερεθίζω επίσης
3. παθ. συμπαροξύνομαι
οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με κάτι άλλο («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῑς πυρετοῑς», Γαλ.).
Greek Monotonic
συμπαροξύνω: μέλ. -ῠνῶ, παροξύνω, διεγείρω, εξοργίζω εξίσου ή από κοινού, σε Ξεν.