θυμαλγής: Difference between revisions
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυμαλγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[λόγια]]) αυτός που θλίβει την [[ψυχή]], που επιφέρει [[ψυχικό]] πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς [[καρδία]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαρυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>καρδι</i>-<i>αλγής</i>]. | |mltxt=[[θυμαλγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[λόγια]]) αυτός που θλίβει την [[ψυχή]], που επιφέρει [[ψυχικό]] πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς [[καρδία]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαρυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>καρδι</i>-<i>αλγής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θῡμαλγής:''' -ές ([[ἀλγέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που θρηνεί εκ βάθους καρδίας, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., είμαι ενδόμυχα [[θλιμμένος]], [[καρδία]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (ἀλγέω)
A heart-grieving, χόλος Il.4.513; λώβη 9.387, Od.20.285; μῦθος, ἔπος, 8.272, 16.69, Hdt.1.129; μέρμηραι IG14.1942.11. II Pass., inly grieving, [καρδία] A.Ag.1031 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1222] ές, herzkränkend; χόλος Il. 4, 513; λώβη 9, 387 Od. 18, 347; ὕβρις 23, 64; δεσμός 22, 189; κάματος 20, 285; ἔπος, μῦθος, 16, 69. 8, 272, wie Her. 1, 129; sp. D., z. B. μέρμηραι Ep. ad. 718 (App. 349). – Auch καρδία, Schmerz empfindend, Aesch. Ag. 1002.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμαλγής: -ές, (ἀλγέω) θλίβων τὴν ψυχήν, χόλον θυμαλγέα Ἰλ. Δ. 513· λώβην Ι. 387· ὕβριν Ὀδ. Ψ. 64· λώβης Υ. 285· καμάτῳ αὐτόθι 118· δεσμῷ Χ. 139· μῦθος Θ. 272· ἔπος Π. 69· λέγων θυμαλγέα ἔπεα Ἡρόδ. 1. 129· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λέξεις θυμηδής, θυμήρης. ΙΙ. Παθ., ἐσωτερικῶς θλιβόμενος, καρδία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1031.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 douloureux, affligeant;
2 affligé.
Étymologie: θυμός, ἀλγέω.
Greek Monolingual
θυμαλγής, -ές (Α)
1. (κυρίως για λόγια) αυτός που θλίβει την ψυχή, που επιφέρει ψυχικό πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», Ηρόδ.)
2. αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς καρδία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + -αλγής (< άλγος), πρβλ. βαρυ-αλγής, καρδι-αλγής].
Greek Monotonic
θῡμαλγής: -ές (ἀλγέω),
I. αυτός που θρηνεί εκ βάθους καρδίας, σε Όμηρ., Ηρόδ.
II. Παθ., είμαι ενδόμυχα θλιμμένος, καρδία, σε Αισχύλ.