σταδαῖος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται όρθιος («...[[Ζεὺς]] πατὴρ ἐπ' ἀσπίδος σταδαῑος ἧσται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔγχη σταδαῑα» — δόρατα με τα οποία γινόταν η [[μάχη]] εκ του [[συστάδην]] σε ανοιχτό [[πεδίο]]<br />β) (για τον κύβο) «σταδαῑον [[σῶμα]]» — [[σώμα]] σταθερό, που στηρίζεται [[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[επίθημα]] έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[στάδην]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> και το επίθ. [[στάδιος]])].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται όρθιος («...[[Ζεὺς]] πατὴρ ἐπ' ἀσπίδος σταδαῑος ἧσται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔγχη σταδαῑα» — δόρατα με τα οποία γινόταν η [[μάχη]] εκ του [[συστάδην]] σε ανοιχτό [[πεδίο]]<br />β) (για τον κύβο) «σταδαῑον [[σῶμα]]» — [[σώμα]] σταθερό, που στηρίζεται [[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[επίθημα]] έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[στάδην]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> και το επίθ. [[στάδιος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στᾰδαῖος:''' -α, -ον ([[στάδην]]), αυτός που στέκει όρθιος ή [[ευθύς]], [[ολόρθος]], [[στητός]], σε Αισχύλ.· <i>σταδαῖα ἔγχη</i>, δόρατα για [[μάχη]] εκ του [[συστάδην]], [[σώμα]] με [[σώμα]], σε αντίθ. προς αυτά που εξακοντίζονται (πρβλ. [[στάδιος]] I), στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰδαῖος Medium diacritics: σταδαῖος Low diacritics: σταδαίος Capitals: ΣΤΑΔΑΙΟΣ
Transliteration A: stadaîos Transliteration B: stadaios Transliteration C: stadaios Beta Code: stadai=os

English (LSJ)

α, ον, (στάδην)

   A standing erect or upright, Ζεὺς σ., in act to hurl his bolt, A.Th.513; ἔγχη σ. pikes for close fight, opp. missiles (cf. στάδιος 1.1), Id.Pers.240; σ. σῶμα firm, steady, of the cube, Ti. Locr.98c; βάθος βραδὺκαὶ σ., of water, Aristid.Quint.2.9; σταδαία πάλη, μάχη, prob.l. in Philostr.VS1.22.4, J.BJ6.2.6, for σταδιαία; μάχη σ. v.l. in Th.4.38, for σταδία.

German (Pape)

[Seite 926] gerade od. aufrecht stehend; Ζεύς, als Wappen auf dem Schilde, Aesch. Spt. 495; σῶμα, Tim. Locr. 98 c; ἔγχη σταδαῖα, Waffen, mit denen man in offener Feldschlacht, ἐν σταδίᾳ μάχῃ, kämpft, Aesch. Pers. 236; μέλος, sanftes, ruhig gehendes Lied, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰδαῖος: -α, -ον, (στάδην) ὁ ἱστάμενος ὄρθιος, Ζεὺς στ., ἕτοιμος νὰ ἐξακοντίσῃ τὸν κεραυνόν του, Αἰσχύλ. Θήβ. 513˙ στ. ἔγχη, δόρατα πρὸς τὴν ἐκ τοῦ συστάδην μάχην, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ μακρόθεν βαλλόμενα (πρβλ. στάδιος Ι), ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 240˙ στ. σῶμα, σταθερόν, εὐσταθές, ἐπὶ τοῦ κύβου, Τίμ. Λοκρ. 98C, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui convient à l’attitude droite : σταδαῖα ἔγχη ESCHL armes pour combattre de pied ferme ; Ζεὺς σταδαῖος ESCHL Zeus qui préside aux combats de pied ferme.
Étymologie: στάδην.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. αυτός που στέκεται όρθιος («...Ζεὺς πατὴρ ἐπ' ἀσπίδος σταδαῑος ἧσται», Αισχύλ.)
2. φρ. α) «ἔγχη σταδαῑα» — δόρατα με τα οποία γινόταν η μάχη εκ του συστάδην σε ανοιχτό πεδίο
β) (για τον κύβο) «σταδαῑον σῶμα» — σώμα σταθερό, που στηρίζεται στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθημα έχει σχηματιστεί από το επίρρ. στάδην + κατάλ. -αῖος (πρβλ. και το επίθ. στάδιος)].

Greek Monotonic

στᾰδαῖος: -α, -ον (στάδην), αυτός που στέκει όρθιος ή ευθύς, ολόρθος, στητός, σε Αισχύλ.· σταδαῖα ἔγχη, δόρατα για μάχη εκ του συστάδην, σώμα με σώμα, σε αντίθ. προς αυτά που εξακοντίζονται (πρβλ. στάδιος I), στον ίδ.