φιλόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(45)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόμαχος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[φιλοπόλεμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[φιλόμαχος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μεταναστευτικών αγελαίων χαραδριόμορφων πτηνών της οικογένειας [[σκολοπακίδες]] με μοναδικό το [[είδος]] Philomachus pugnax, που απαντά και στη [[χώρα]] μας ως [[χειμερινός]] [[επισκέπτης]], γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[μαχητής]] ή ψευτομαχητής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχη]], <b>πρβλ.</b> <i>αξιό</i>-<i>μαχος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόμαχος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[φιλοπόλεμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[φιλόμαχος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μεταναστευτικών αγελαίων χαραδριόμορφων πτηνών της οικογένειας [[σκολοπακίδες]] με μοναδικό το [[είδος]] Philomachus pugnax, που απαντά και στη [[χώρα]] μας ως [[χειμερινός]] [[επισκέπτης]], γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[μαχητής]] ή ψευτομαχητής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχη]], <b>πρβλ.</b> <i>αξιό</i>-<i>μαχος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόμᾰχος:''' -ον, αυτός που αγαπά τη [[μάχη]], [[πολεμοχαρής]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόμᾰχος Medium diacritics: φιλόμαχος Low diacritics: φιλόμαχος Capitals: ΦΙΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: philómachos Transliteration B: philomachos Transliteration C: filomachos Beta Code: filo/maxos

English (LSJ)

(proparox.), ον,

   A loving the fight, warlike, Pi.Fr.164, A.Th.128 (lyr).; pugnacious, φίλερις καὶ φ. Phld.Piet.95, A.Ag.230 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1282] schlachtliebend, kriegerisch, Aesch. Ag. 222 Spt. 120.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμαχος: ος, ὁ ἀγαπῶν τὰς μάχας, φιλοπόλεμος, Πινδ. Ἀποσπ. 142, Αἰσχύλ. Θήβ. 129, Ἀγ. 230.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à combattre, belliqueux, batailleur.
Étymologie: φίλος, μάχη.

English (Slater)

φῐλόμᾰχος
   1 warlike φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος fr. 164.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόμαχος, -ον, ΝΜΑ
φιλοπόλεμος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φιλόμαχος
ζωολ. γένος μεταναστευτικών αγελαίων χαραδριόμορφων πτηνών της οικογένειας σκολοπακίδες με μοναδικό το είδος Philomachus pugnax, που απαντά και στη χώρα μας ως χειμερινός επισκέπτης, γνωστό με την κοινή ονομασία μαχητής ή ψευτομαχητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μαχος (< μάχη, πρβλ. αξιό-μαχος].

Greek Monotonic

φῐλόμᾰχος: -ον, αυτός που αγαπά τη μάχη, πολεμοχαρής, σε Αισχύλ.